BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

έμπνευση!

<object width="480" height="385">


-Έμπνευση!
-Τι;
-Έμπνευση παιδί μου, έμπνευση!
- Εσύ κι η Βίσση με αυτή την έμπνευση! Για πες μας! Τι σκαρφίστηκες πάλι, ρε;
- Δεν σκαρφίστηκα, άκου σκαρφίστηκα! Εμπνεύστηκα παιδάκι μου!
- Μμμμμ… πάλι με αυτά τα μελοδραματικά σου!
- Ρε άντε χάσου!
- Ε, αφού σε ξέρω! Σε έχει βαρέσει η άνοιξη κατακούτελα! Σιρόπια, μέλια και τα λοιπά…
-Ε, καλά, αφού βαριέσαι, δεν σου διαβάζω τίποτα!
- Μα, δεν είπα ότι δεν θέλω να ακούσω…
-Ε, τι με ζαλίζεις τότε με τη πολυλογία σου; Ε; Θες να ακούσεις, ή όχι;
-Θέλω, θέλω!
-Ε, κλείστο το ρημάδι, κι άκου!

«Το αυτοκίνητο έτρεχε παράλληλα με τη λευκή λωρίδα που χώριζε το δρόμο. Ένα δρόμο στενό και με αρκετές στροφές. Εκείνη άφηνε το χέρι της κρεμασμένο έξω από το παράθυρο κι ο αέρας το σήκωνε ψηλά. Της άρεσε πάντα αυτό το παιχνίδι, από παιδί. Που και που σταματούσε το παιχνίδι και του έριχνε κλεφτές ματιές. Εκείνος οδηγούσε προσηλωμένος. Κάποιες φορές άλλαζε τραγούδι στο ραδιόφωνο, κι άναβε τσιγάρο. Το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, με εκείνο τον χαρακτηριστικό του τρόπο. Σχεδόν το αγκάλιαζε, κι έπειτα έκανε μια ρουφηξιά κοφτή, απότομη. Δέκα κουβέντες δεν αντάλλαξαν σ’ όλη τη διαδρομή. Εκείνη κρατούσε την ανάσα της. Ανάσαινε αθόρυβα για να μην χαλάσει ούτε ο πιο μικρός ψίθυρος τη στιγμή. Τη στιγμή τους. Γέλασε με την ίδια τη σκέψη της. Το μικρό γέλιο, χάλασε για λίγο την συνέχεια του τραγουδιού που έπαιζε. Της άρεσε και μόνο που το σκέφτηκε: Η στιγμή τους! Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. «Μα, γιατί γελάει;» αναρωτήθηκε, αλλά πάλι δεν είπε τίποτα.
Μετά την τελευταία στροφή φάνηκε μπροστά τους η θάλασσα. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο στο δρόμο, παράλληλα με την αμμουδιά. Πήραν μαζί τους τα πράγματα και άρχιζαν να κατηφορίζουν στην παραλία. Σταμάτησαν, λίγο πριν την θάλασσα κι άφησαν τα πράγματα στην αρχή ενός τεράστιου βράχου. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, η συννεφιά απειλητική και φαινόταν πως από στιγμή σε στιγμή ερχόταν μπόρα. Ποιος σκέφτηκε να έρθουν για μπάνιο τέτοια μέρα; Εκείνη κρύωνε. Καθόταν και κοιτούσε τη θάλασσα αναποφάσιστη. Κι εκείνος, σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει προς το νερό, και στο τέλος βούτηξε. Τον ακολούθησε. Τον ακολούθησε κι ας κρύωνε. Μια βουτιά μονάχα κι αμέσως βγήκε έξω. Τυλίχτηκε με την πετσέτα και τα δόντια της χτυπούσαν νευρικά από το κρύο. Τα χείλια της είχαν γίνει μπλε. Έκατσε στην άμμο, λύγισε τα γόνατα, τύλιξε δυο φορές την πετσέτα γύρω της, και το μόνο που φαινόταν πια ήταν το κεφάλι της. Επιτέλους, βγήκε κι εκείνος από το νερό. Άρπαξε μια πετσέτα, σκεπάστηκε και κάθισε πλάι της. Κάθισε, ούτε μακριά ούτε κοντά, σα να κρατούσε απόσταση ασφαλείας. Αντάλλαξαν κάποιο ανούσιο σχόλιο για τον καιρό, για το κρύο, για την ώρα, για το μέρος. Και τότε, λίγο μετά από όλη αυτή τη σαχλή κουβέντα, ο ήλιος άρχισε δειλά δειλά να κάνει την εμφάνιση του. Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει, όχι όμως κι η κουβέντα. Εκείνη ζεστάθηκε και τράβηξε την πετσέτα από τους ώμους, κι έπεσε να καλύπτει μέχρι την μέση της. Η κουβέντα είχε σταματήσει. Κοιτούσαν κι οι δυο τη θάλασσα αμίλητοι. Το χέρι του ακούμπησε στην μέση της. Την χάιδευε, τα δάχτυλα του απαλά άγγιζαν την μέση της. Πόση ώρα, πόση ώρα να διήρκησε αυτό; Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν γύρισε ούτε μια στιγμή. Ούτε σηκώθηκε να φύγει όμως. Συνέχιζε να κάθεται και να κάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα. Ή σαν να συμβαίνει κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Γιατί είχε πάει εκεί μαζί του; Έπρεπε να σηκωθεί να φύγει, να του πει να σταματήσει, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα της. Έπρεπε να σταματήσει, αλλά δεν ήθελε. Ήθελε να γυρίσει να του δώσει μια μπουνιά ή να τον φιλήσει; Να τον φιλήσει; Αν γυρνούσε τώρα και τον φιλούσε τι θα γινόταν; Αν θα γυρνούσε έτσι απότομα και του έδινε ένα φιλί τι θα έκανε; Αν… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Ο ήχος του κινητού ακούστηκε επιτακτικός, κι εκείνος τράβηξε το χέρι του από τη μέση της…»
-         Πες μου τώρα πως δεν τελείωσε!
-         Τελείωσε, αυτό ήταν.
-         Καλά, έχεις βαλθεί να μου σπάσεις τα νεύρα!
-         Γιατί ρε παιδάκι μου;
-         Μα, κάθε φορά το κόβεις πάνω στο καλύτερο!
-         Πιο καλύτερο μωρέ; Αφού και να μην χτυπούσε το κινητό πάλι δεν θα τον φιλούσε!
-         Κι εσύ που το ξέρεις;
-         Τι που το ξέρω ρε βλήμα, αφού εγώ το γράφω!
-         Ναι, αλλά πρέπει να το εξελίξεις το θέμα.
-         Δηλαδή;
-         Στο επόμενο επεισόδιο πρέπει να φιληθούν!
-         Ρε πας καλά; Δεν γράφω την Λάμψη!
-         Με αυτά τα αποσπάσματα που διαβάζω θα μπορούσες και να την έγραφες! χα! χα!
-         ΑΑΑΑΑ!!! Τόσο χάλια γράφω;;; Σε ευχαριστώ!
-         Τόσο και χειρότερα!!! Αν το στείλεις στον ΑΝΤ1, σίγουρα θα σου προτείνουν να γράψεις σαπουνόπερα!!! χα! χα!
-         Τι είπες;;; Άμα σε πιάσω στα χέρια μου θα δεις!!!!
-         Βοήθειαααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!
-         Πάρε και τούτη πάρε και την άλλη!!!!!!!
-         Ωχ!!!!!!!!!!!!!!!! Θα σε πλακώσω ξέρω kick boxing!!!
-         Σιγά, σε φοβήθηκα! Ρε θα σου το ξεριζώσω το μαλλί!
-         Μαμααααααααά!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

απλά σκέψεις μιας στιγμής...





Μερικές φορές είναι αναγκαίο να ξέρεις τι σκέφτεται ο άλλος, όταν του μιλάς, όταν τον κοιτάς και σε κοιτά. Γιατί συνήθως ο καθένας μας είναι οχυρωμένος πίσω από αυτό που σκέφτεται ο ίδιος, τα βλέπει κυρίως από την μεριά του τα πράματα, πλάθει σενάρια και κρίνει αναλόγως... 'Έτσι λοιπόν, οι άλλοι, φτάνουν στο σημείο  να υποθέτουν πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που εσύ νιώθεις ή πιστεύεις… Κι όλο αυτό το μπέρδεμα νομίζω πως γίνεται, γιατί σε βάζει  ο άλλος σε καλούπια, σου κολλάει ετικέτες του τύπου "είσαι έτσι" ή "είσαι αλλιώς", ξεχνώντας πως μεγαλώνεις, εξελίσσεσαι, αλλάζεις και μπορεί να σκέφτεσαι ή να αισθάνεσαι ή να πιστεύεις άλλα πράγματα απ΄ ότι στο παρελθόν. Το να με εξετάζεις λοιπόν σήμερα  με τις αντιλήψεις που χες πριν χρόνια για μένα ,ενώ θα έπρεπε να σκεφτείς ΠΩΣ είμαι στο ΤΩΡΑ, ποιες καταστάσεις βιώνω, ποια είναι τα ΣΗΜΕΡΙΝΑ δεδομένα, οδηγεί σε ασυνεννοησία ,σε κενό…
Και όλα αυτά δημιουργούνται επειδή υπάρχει πολύ σιωπή για τα ουσιώδη και πολύς θόρυβος για τα επουσιώδη... Γιατί κανείς δεν τολμά να αγγίξει τα ουσιώδη και να μιλήσει γι αυτά… και περιορίζεται να συζητά σχεδόν πάντα τα επουσιώδη… Όμως κάποια στιγμή αναγκάζεσαι να μιλήσεις για τα ουσιώδη και διαπιστώνεις πως θέλει πολύ κόπο και κυρίως πολύ ψυχραιμία όλο αυτό γιατί ο άλλος άλλα καταλαβαίνει μέχρι να ξεκολλήσει το μυαλό του από τα κουτάκια όπου έχει βάλει τα πράματα,  αλλά κυρίως από εκεί που χει βάλει εσένα… Η σιωπή είναι απαραίτητη μονάχα όταν καταλαβαίνεις τον άλλον και δεν θες να τον ταράξεις ,γι αυτό και δεν μιλάς και κάθεσαι στην γωνιά σου. Η σιωπή πρέπει να σπάει όταν ο άλλος δείχνει να μην σε καταλαβαίνει και σου καταλογίζει διάφορα που δεν ισχύουν, επειδή εσύ δεν μιλάς και επειδή ο άλλος συνηθίζει να πλάθει σενάρια επειδή σκέφτεται σύμφωνα με το χθες, με το που σε χει κατατάξει…
 Τώρα, πες μου εσύ τι κατάλαβες ύστερα από αυτό; Κατάφερες να μπεις σε δαιδαλώδεις και άνευ σημασίας σκέψεις και να σου γεννηθούν αμφιβολίες μέσα κι έξω. Δεν απολαμβάνεις τίποτα έτσι. Φιλοσοφείς εκεί που δε χρειάζεται. Βάζεις σε καλούπια όσα δεν επιδέχονται σχεδόν καθόλου "συμμάζεμα" και υπερβολικό ψάξιμο. Χάνεις την ουσία. Ξέρεις κάτι; Ένα πράγμα κατάλαβα αυτό το διάστημα...όσο σκαλίζεις τόσα περισσότερα βρίσκεις και όσα περισσότερα βρίσκεις σε προκαλούν να πας ακόμα πιο κάτω, να σκαλίσεις κι άλλο! ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΚΑΡΒΟΥΝΟ!!! Σταμάτα να "σκέφτεσαι", να αναλύεις, να "τριγυρίζεις" μέσα στο λαβύρινθο του μυαλού σου γιατί εκεί "έξω" είναι αλλιώς τα πράγματα και δεν το παίρνουμε χαμπάρι…

Θα  κατεβάσω για λίγο τα ρολά του νου βάζοντας την ταμπέλα "διακοπεύουμε επ' αόριστον..."  για λίγο μόνο...

(ευχαριστώ για το κείμενο, τις σκέψεις μιας φίλης... και το τραγούδι εξαιρετικά αφιερωμένο)


Κυριακή 2 Μαΐου 2010

άμπρα κατάμπρα....



Σκέφτεσαι καμιά φορά πως έτσι μαγικά, επαναλαμβάνοντας ένα μαγικό ξόρκι θα εξαφανίσεις ότι σε τρομάζει, θα επαναφέρεις την ηρεμία στο μυαλό σου, και θα διορθώσεις τα κακώς κείμενα… κι όμως δεν είναι έτσι. Έχω καταλάβει πως πολλές φορές, νιώθω σαν τη στρουθοκάμηλο. Κρύβω το κεφάλι μου στο χώμα και νομίζω πως το πρόβλημα εξαφανίζεται. Δεν εξαφανίζεται όμως, απλά εγώ κάνω πως δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως, κι όσο βαθιά κι αν χώνω το κεφάλι μου στο χώμα, αυτά είναι εκεί, και δεν λέει να φύγει, δεν λέει να λυθεί.
Με το κεφάλι όμως χωμένο στο χώμα, ανάποδα, το αίμα κατεβαίνει στο κεφάλι, το χώμα αρχίζει να διεισδύει στα ρουθούνια και όσο βλάκας κι αν είσαι αρχίζεις να το καταλαβαίνεις, δεν μπορεί, ότι αν συνεχίσεις να έχεις εκεί κάτω χωμένο το κεφάλι, θα σκάσεις. Το οξυγόνο τελειώνει κι έχει φτάσει η στιγμή να πάρεις μια βαθιά ανάσα, να φύγει αυτό το βάρος από πάνω σου. Την ονειρεύεσαι νύχτα μέρα αυτή τη διαολεμένη ανάσα, σου έχει γίνει έμμονη ιδέα, την ονειρεύεσαι ξανά και ξανά, κάνεις σχέδια, τα τακτοποιείς όλα μέσα στη σκέψη σου, τα βάζεις στη σειρά… αλλά δεν γίνεται τίποτα. Μήπως τελικά φοβάσαι; Φοβάσαι να δεις ειλικρινά το πρόβλημα; Φοβάσαι να καταλάβεις πόσο σκατά είναι η κατάσταση; Φοβάσαι να δεις πως έχεις καταντήσει τον εαυτό σου; Ένα φάντασμα του παλιού σου εαυτού; Πόσο τρομαχτικό είναι να συνειδητοποιείς κάτι τέτοιο; Φοβάσαι μήπως τελικά είναι όλα ψέματα; Μήπως τελικά θα συνεχίζεις να ζεις χωμένος βαθιά στο χώμα; Θα τελειώσει, δεν μπορεί θα τελειώσει, ε; Δεν μπορείς να ανασαίνεις στο χώμα. Θέλω να πάρω μια βαθιά ανάσα, και λέγοντας απλά αμπρα κατάμπρα να εξαφανιστεί το χώμα…