BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

μια ατίθαση τουφα



κοίταξε τον καθρέφτη της η Αλίκη. Προσπαθούσε να ισιώσει αυτή την ατίθαση τούφα που έπεφτε μπροστά στο μέτωπο της, ειρωνική και εκνευριστική, με καμία διάθεση να της κάνει τη χάρη να συμμορφωθεί. Δεν είχε καμία διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο μαζί της. Μάζεψε τη χτένα, τη βούρτσα, τα τσιμπιδάκια και τα πέταξε ξανά μέσα στο συρτάρι. Ντύθηκε στα γρήγορα, φόρεσε κι ένα ασημένιο διακριτικό κολιέ, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, και έκλεισε με θόρυβο πίσω της την πόρτα του σπιτιού. 
Είχε παρκάρει το αυτοκίνητο έξω από γκαραζ οπότε δεν χρειάστηκε να ανοιγοκλνει τις πόρτες. Μπήκε στο αυτοκίνητο και κοιτάχτηκε ξανά στο καθρεφτάκι. Η ματιά της έπεσε στο ασημένιο κολιέ που ήταν τυλιγμένο στο λαιμό της. Ένιωθε ξαφνικά να την πνίγει, το έβγαλε μεμιάς  και το πέταξε μέσα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.  Από εκεί και πέρα οι κινήσεις της ήταν μηχανικές. Έβαλε μπρος τη μηχανή, άνοιξε το παράθυρο και έβαλε το ραδιόφωνο να παιζει. " You do something to me somewhere deep inside..."  έπαιζε δυνατά το ραδιόφωνο, κι έμοιαζε να 
γεμίζει στίχους η όμορφη καλοκαιρινή νύχτα. Οδηγώντας μέσα στην καλοκαιρινή Αθήνα 
ένιωσε να φτιάχνει κάπως η διάθεση της. Παίρνοντας την τελευταία στροφή πριν φτάσει στο μικρό μπαράκι, πατησε φρενο και έκοψε ταχύτητα. Είδε το κτίριο με την μικρη αύλη μπροστά της, γεμάτο μικρά φωτάκια παντου, έμοιαζαν με πυγολαμπίδες. Πήρε μια βαθιά ανάσα, πάτησε ξανά γκάζι και συνέχισε. Βρήκε να παρκάρει στη γωνία του πρώτου στενού. Κατέβηκε κάπως απροθυμα από το αυτοκίνητο, έστρωσε την μπλούζα της, κοιταχτηκε στο τζάμι της διπλανής πολυκατοικίας και προχώρησε. Κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό χάρτινο σακουλάκι, ήταν το δώρο για τους φίλους της που γιόρταζαν τον πρώτο χρόνο του γάμου τους. Η μουσική που ακουγόταν δυνατά την έκανε να χαλαρώσει και να προχωρήσει μπορστά στην είσοδο του μαγαζιού. Άνοιξε τη πόρτα και λίγο πιο πέρα είδε το όμορφο ζευγαρι που γίορταζε. Η Ηλιάννα και ο Αντρέας χαρούμενοι και χαμογελαστοί έτρεξαν να προυπαντήσουν τη φίλη τους. Την αγκάλιασαν κι οι δύο, την φίλησαν κι άρχισαν τα γέλια και τα πειράγματα και οι ευχές για την ημέρα. Δεν άργησε να έρθει και ο Αλέξης στην παρέα τους. Ο μικρος, χαιρέτησε τη φίλη του και της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Είπαν τα δικά τους, και μετά από λίγο μπλέχτηκαν με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ρώτησε κανέναν η Αλίκη για τον Ορέστη. Είχε να τον δει από την αρχή σχεδόν του καλοκαιριού, δυο μήνες σχεδον και κάτι. Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της και προχώρησε ανάμεσα στον κόσμο για να φτάσει μέχρι το μπαρ. Μα δεν κατάφερε να φτάσει ούτε μέχρι τα μισά. Ένα χέρι τη σταμάτησε, την τράβηξε απαλά από τον αγκώνα και στάθηκε μπροστά της. Ήταν ο Ορέστης. Την κοίταξε κι εκείνη απλά απέφυγε διακριτικά το βλέμμα του. Δεν το άντεχε, δεν μπορούσε πια να το αντέξει. Και τότε, την τράβηξε πάνω του, την αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που λίγο ακόμα και θα δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Τόσο σφιχτά όσο χρειαζόταν για να θυμηθούν ξανά, πόσο βασική ανάγκη είναι για τους δυο τους αυτή η αγκαλιά. Την έσφιγγε και δεν την άφηνε. "Ούτε να είχαμε μαλώσει. Δυο μήνες έχω να σε δω. Δεν έχουμε μαλώσει, έτσι;" Ψευτογέλασε ο Ορέστης. Ψευτογέλασε κι εκείνη. "Γιατί να μαλώσουμε βρε Ορέστη; δεν μαλώνουμε εμείς." Την έσφιξε ξανά. Γλύστρισε να ξεφύγει από την αγκαλιά του. Χάθηκε ξανά μέσα στον κόσμο η Αλίκη. Ένιωθε να ιδρώνει. Της προκαλούσε πανικό, ναι αυτή ήταν η μόνη λέξη που μπορούσε να εκφράσει πια αυτό το αίσθημα που ένιωθε μαζί του. Πανικό. Μία κρίση πανικού που προτιμούσε πια να αποφεύγει. Δεν άντεχε αυτή τη φόρτιση. Κατάφερε να βρει τους υπόλοιπους της παρέας και σωριάστηκε σε ένα καναπεδάκι, κρατώντας στα δυο της χέρια το ποτηρι με το ποτό της, χαμένη στις σκέψεις της. Η κουβέντα είχε ανάψει για τα καλά, και ο Αλέξης φώναζε λέγοντας ουρλιάζοντας σχεδόν τη γνώμη του. Σηκώθηκε λοιπόν από τον καναπέ λες και θα τον προσεχαν καλύτερα όρθιο να ρητορευει. Και τότε ο ορέστης σηκώθηκε και βρήκε την ευκαιρία και έκατσε δίπλα της. Συνέχισε να συμμετέχει στην κουβέντα με τους υπόλοιπους αλλά είχε κάθήσει δίπλα στην Αλίκη. Και το χέρι του περασμένο πίσω από την πλάτη της σε λίγο άγγιζε την τούφα από τα μαλλιά της, εκείνη στο πίσω μέρος του λαιμού της, εκείνη την ατίθαση που δεν ήθελε να ισιώσει. Και τα δάχτυλα του μπλέκονταν ανάμεσα της, όπως και η σκέψη της. Την αγαπούσε. Αυτό ήταν την αγαπούσε. Κι αν δεν το παραδέχονταν τα λόγια του, το είχαν παραδεχτεί χιλιάδες φορές τα δάχτυλα του.