BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Διάφανα τα όνειρα μας και σε ποιες λέξεις να σε κρύψω;


Κρατούσε το στυλό και το γυρνούσε νευρικά ανάμεσα στα δάχτυλα της. Προσπαθούσε να βάλει τις λέξεις που κατέκλυζαν τη σκέψη της σε μια τάξη. Προσπαθούσε το μελάνι να αποτυπώσει αληθινά τις σκέψεις τις στο λευκό χαρτί. Η Αλίκη είχε ανάγκη να μοιράσει το βάρος αυτών που ένιωθε, να ξεφορτώσει λίγο από το βάρος στο χαρτί. Όλα αυτά σε ένα γράμμα. Σε ένα γράμμα που δεν είχε ακόμα αποφασίσει αν θα έστελνε…

«Αγάπη μου,

Πόσο παράξενα όμορφο ακούγεται να σε φωνάζω «αγάπη μου». Πόσο παράξενο είναι να το γράφω στο χαρτί και να ξέρω πως απευθύνομαι σε σένα. Θα θελα μια φορά, μόνο μια φορά να μπορέσω να το πω μπροστά σου, να στο ψιθυρίσω: αγάπη μου.
Κάνω ότι είναι δυνατόν ώστε να μην σε ενοχλεί η αγάπη μου. Σε κοιτάζω κρυφά, σου χαμογελάω όταν δε με βλέπεις. Με το βλέμμα και την καρδιά μου φτάνω όπου θα ήθελα να σε φιλήσω: στα μαλλιά σου, στο μέτωπο, στα μάτια, στα χείλη… οπουδήποτε τα χάδια μου θα μπορούσαν ελεύθερα να φτάσουν. Σε ανασαίνω ζωή μου… Φορές νομίζω, πως δεν υπήρχα πριν από σένα… Ξέρεις, η αγάπη όπως λέει και το τραγούδι..
Τρέλα είναι, που γίνεται φως…  Η τρέλα μου, το φως μου… Εσύ…
Πάντα, ΕΣΥ… Είσαι μέσα μου…
Επικαλούμαι τη σκέψη σου και χαμογελάω..
Έστω για λίγες στιγμές..
Είσαι μάτια μου για μένα, το δικό μου παραμύθι…
Γραμμένο με υγρασία τόση, που αφυδάτωση θαρρώ είχα πάθει
μέχρι να το ζωγραφίσω ολόκληρο..
Με έχεις απορροφήσει ολοκληρωτικά…
Πες μου αλήθεια πως μπορώ να μην ανασαίνω για σένα;
Να μη σε σκέφτομαι; Να μη σε νοιάζομαι;
Να μην σ’ αγαπάω;
Η σκέψη σου κυριαρχεί στη σκέψη μου..
Η φιγούρα σου στο βλέμμα μου..
Τα χάδια σου στο αίμα μου…
Σαν ταξίδι μακρινό κι ανάστροφο..
Στο απείθαρχο όνειρο... στο αχανές μέλλον…
Σαν ευλογία, σαν αμαρτία..
Αναριγώ στη σκέψη σου..
Στο κάθε μικρό ή μεγάλο άγγιγμα σου..  
Στην κάθε σου λέξη.. Και στο βλέμμα σου..
Το γυμνό και τόσο διάφανο..
Σε αγκαλιάζω… Σου μιλάω…
Για στίχους και χτύπους..
Για σφυγμούς και αισθήματα άναρχα…
Ψυχή μου…
Διάφανα τα όνειρα μας και σε ποιες λέξεις να σε κρύψω;
Δηλώνω στο ταβάνι μου πως δεν θέλω άλλα δράματα.
Σταυρώνω τα χέρια μου, νωχελικά ορκίζομαι πως δεν υπήρξες. Η μνήμη μου όμως δελεάζεται απ' όλα εκείνα που δεν ζήσαμε. Κολλάει μέλι στο γρανάζι της λήθης. Διαρκής ολίσθηση από τις μεγαλοστομίες μου. Κι έτσι πάνω στον όρκο της γυναίκας που ξέχασε, το παιδάκι που του έκλεψαν το μπαλόνι νικάει θριαμβευτικά. Έρωτας που κάνει κρότο και πιάνει χώρο κι ας χτυπάει μέσα μου η περηφάνια του ανθρώπου που κλειδώνει ό,τι πραγματικά τον πονά…
Δε φταις εσύ…



Ξεκόλλησε το στυλό από το χαρτί. Μια γραφή, μια ανάσα. Δεν τόλμησε να διαβάσει δεύτερη φορά όσα είχε γράψει. Άρπαξε ένα λευκό φάκελο από το συρτάρι, δίπλωσε στα δυο το χαρτί και το έβαλε μέσα. Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου της, ανακάτεψε μερικά χαρτιά και το έκρυψε εκεί. Ανάσανε βαθιά και σωριάστηκε στην μεγάλη πολυθρόνα. Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να σιγοτραγουδά μερικούς στίχους… «Να μ’ έχεις στο νου σου, στην άκρη τ’ ουρανού σου, μην ξεχνάς, για λόγους δικούς και σώμα και ψυχή μου κυβερνάς…»

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

με μια μόνο κουβέντα...


ένα ακόμη απόσπασμα από το δακρύβρεχτο σήριαλ:
"Ο Αλέξης βρισκόταν ήδη στην εξώπορτα και χτυπούσε το κουδούνι. Η Αλίκη κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα. «Είσαι έτοιμη Αλικάκι μου;», της χαμογέλασε ο Αλέξης! «Έτοιμη είμαι. Αλλά γιατί τα γλυκόλογα; Γιατί με καλοπιάνεις; Τι έχεις ετοιμάσει πάλι; Ε;»,ρώτησε η Αλίκη. «Ε, ξέρεις, εεε… μη θυμώσεις…». «Γιατί να θυμώσω;». «Θα έρθει μαζί μας κι ο Ορέστης». «Πριν αρχίσεις να φωνάζεις να σου πω ότι δεν φταίω εγώ. Δεν μπορούσα να του πω όχι».
Κατσούφιασε η Αλίκη. Όχι πως δεν ήθελε να τον δει, πάντα ήθελε, αλλά αυτό το βράδυ ήθελε να χαλαρώσει λιγάκι, να ξεχαστεί και να ηρεμήσει η σκέψη της. «Καλά, ας είναι. Βράδυ είναι θα περάσει», είπε και χαμογέλασε στον Αλέξη που είχε κατεβάσει το κεφάλι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της, τον έπιασε από το μπράτσο και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο.
Λίγη ώρα μετά είχαν φτάσει στο μπαράκι, το συνηθισμένο τους στέκι. Κόσμος πολύς, και η ζέστη ασφυκτική. Η αυγουστιάτικη πανσέληνος όμως αποζημίωνε και με το παραπάνω. Η Αλίκη κι ο Αλέξης πιασμένοι αγκαζέ και με μια φλύαρη διάθεση ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του μαγαζιού, χαιρέτησαν τον πορτιέρη και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό. Ο Ορέστης καθόταν ήδη σε ένα τραπεζάκι που είχε θέα ολόκληρη την Αθήνα. Δίπλα του καθόταν ο Βασίλης, ο καλύτερος του φίλος. Η Αλίκη για μια στιγμή κοντοστάθηκε και μουρμούρισε στο αυτί του Αλέξη: «Δεν μου είπες ότι θα ‘ρθει μόνο ο Ορέστης;». Ο Αλέξης κάνοντας πως δεν ακούει χαιρέτησε τον αδερφό του και τον Βασίλη και κάθισε στο καναπεδάκι. Η Αλίκη για λίγο κοντοστάθηκε. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό της να φύγει, αλλά τελικά καλησπέρισε τους δυο φίλους και κάθισε κι εκείνη δίπλα στον Αλέξη.
Η βραδιά κυλούσε χαλαρά, το αλκοόλ τους είχε χαλαρώσει όλους. Η Αλίκη περνούσε όμορφα τελικά, τόσο όμορφα που σχεδόν είχε ξεχάσει τη σύντομη περιπέτεια της με το Βασίλη πριν 2 χρόνια. Ο Βασίλης ήταν γιατρός, πολύ έξυπνος, κοινωνικός και με χιούμορ, και βέβαια ο καλύτερος φίλος του Ορέστη. Κάποιο καλοκαιρινό βράδυ λοιπόν που είχαν βγει οι δυο τους με την Αλίκη, ξεκίνησε μια μικρή περιπέτεια από ένα φιλί δίπλα στη θάλασσα. Μια βδομάδα κράτησε αυτό το μπέρδεμα και η Αλίκη το σταμάτησε. Δεν ήξερε γιατί ξεκίνησε, απλά έπρεπε να το σταματήσει. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα το σχολίαζε όλο αυτό ο Ορέστης. Λες να ζήλευε; Έστω λίγο; Γέλασε και μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Ο Ορέστης δεν ζήλευε. Ποτέ και για τίποτα. Ήταν σίγουρη πως δεν είχε νιώσει ποτέ αυτό το συναίσθημα.
Η βραδιά συνεχιζόταν ευχάριστα, τα ποτήρια συνεχώς γέμιζαν και τα κερασμένα σφηνάκια πήγαιναν και ερχόντουσαν στο τραπέζι. Η παρέα μιλούσε και γελούσε χωρίς σταματημό. Και εκεί πάνω σε όλο αυτό το χαρούμενο κλίμα, η Αλίκη πάγωσε. Ένιωσε τα άκρα της να μουδιάζουν και το μυαλό της να σταματά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως μπόρεσε να πει κάτι τέτοιο ο Ορέστης. Δεν μπορεί να θυμηθεί καν πως ήταν η ακριβής πρόταση του. Πάντως το νόημα της πρότασης του ήταν ξεκάθαρο. Εκείνη και ο Βασίλης έκαναν κάτι. Όχι δεν την πείραξε μόνο απλά που το ανέφερε. Το ανέφερε όμως σαν κάτι χυδαίο. Και για πιο λόγο έπρεπε να το αναφέρει;
Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν μίλησε. Ο Αλέξης σηκώθηκε και έφυγε από το τραπέζι. Ο Βασίλης δεν μίλησε, δεν έκανε ούτε ένα σχόλιο, δεν απεύθυνε στον Ορέστη ούτε καν την απλή ερώτηση, γιατί τον ενδιέφερε τόσο τι έκαναν εκείνος και η Αλίκη.
Κι η Αλίκη που το βλέμμα της είχε καρφωθεί στα μάτια του Ορέστη δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα. Το πρόσωπο της που πριν λίγα λεπτά ήταν χαμογελαστό λες και είχε πετρώσει. Και στο μυαλό της ούτε μια σκέψη.
Ο Ορέστης όμως μάλλον κατάλαβε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και κάθισε στο καναπεδάκι δίπλα στην Αλίκη. Άπλωσε τα χέρια, την αγκάλιασε από τους ώμους και την τράβηξε πάνω του. Τα χείλη του ακούμπησαν κοντά στο μέτωπο της και το συγνώμη μπερδεύτηκε μέσα στα μαλλιά της Αλίκης. Μπορούσε τόσο εύκολα να την διαλύσει με μια μόνο κουβέντα. Κι όμως τόσο απλά να την κάνει να ξεχάσει τα σπασμένα κομμάτια, μόνο με μια αγκαλιά.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

το ακαταλόγιστο της σκέψης μου


Γράφω συνέχεια. Έχω τόσα που μου συζητάω και τελικά δεν αναρτώ τίποτα. Βασικά, χαρίζω στην σκέψη μου το ακαταλόγιστο. Να πάει όπου θέλει κι όταν θέλει. Ελεύθερη! Μα εκείνη αρνείται πεισματικά να μάθει… Γυρνάει συνεχώς εδώ κι εκεί. Έπειτα γυρνάει αποκαμωμένη… απογοητευμένη. Όμως δεν σταματάει ποτέ…


Τα σημαντικά και αυτά που φοβάμαι, δεν τα λέω δυνατά... τα ξορκίζω με σιωπή. Ούτε τα γράφω. Τουλάχιστον όχι ξεκάθαρα. Δεν είμαι καθόλου καλή στο να εκφράζω τους φόβους μου... πόσο μάλλον να τους λέω κιόλας δυνατά, να τους ακούω ή να τους βλέπω αποτυπωμένους στο χαρτί. Γίνονται ακόμα πιο τρομακτικοί, και γιγαντώνονται μέσα στο μυαλό μου. Θα ναι, σαν να παραδέχομαι τι έχω ανάγκη -με τα τραγούδια δεν μετράει, άλλο τα τραγούδια. Θα ναι σαν να παραδέχομαι ότι είμαι αδύναμη. Μα αν είχα ένα ραβδάκι μαγικό... αχ! Αν είχα ένα ραβδάκι μαγικό να σε κάνω... να με κάνω…

Κάποια στιγμή , κάποια μέρα που οι άμυνες χαμήλωσαν... που η ανάγκη επιβλήθηκε στον εγωισμό... γιατί κάποτε έπρεπε να το παραδεχτώ, πως άσχετα με όσα ζω, όσα περνάω, όσες φορές και αν γελάω δυνατά, να κοροϊδέψω την ανάγκη δεν μπορώ...

Ανάγκη, ναι ανάγκη βασική… Είσαι ανάγκη. Είμαι εδώ, κι είμαι εκεί, όσο ακούω τη φωνή σου. Χάνομαι σε πτήσεις που έγιναν μαγικές μέσα στα μάτια σου. Άκουσα τη φωνή σου. Μα ίσως η ανάγκη μου να έπλασε τούτες τις λέξεις .Δεν τις είπες. Τις φαντάστηκα. Όμως είσαι εδώ, θα είσαι πάντα εδώ. Ανάγκη μου… Η ένταση, το άγγιγμα, η ανάγκη, το νόημα. Μα δεν βγάζω νόημα. Γιατί η σκέψη μου το είπαμε, έχει το ακαταλόγιστο. Αναζητάω την ασπίδα μου. Μόνο αυτήν έχω. Και δεν τη βρίσκω. Εσύ; Την ψάχνεις; Θέλω το όνειρο. Κι άλλο. Αξίζω όνειρα. Μη με ξυπνήσεις ακόμη…

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

ότι αισθάνεσαι να λες...









«…ότι αισθάνεσαι να λες γιατί περνάνε οι στιγμές
σαν σε φωνάζει ο ουρανός δεν θα υπάρχει γυρισμός
ζήσε με φως, και ο θεός ας ρίχνει και χαλάζι,
μη φύγεις με μαράζι…» (Λεωνίδας Μπαλάφας)

Απλά εξαιρετικό. 
Ότι αισθάνεσαι να λες,γιατί περνάνε οι στιγμές...

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

που πας όταν κοιμάσαι;


Το να μπορείς να ονειρεύεσαι δεν είναι εύκολο. Έχει να κάνει με το υλικό σου, από αυτό που είσαι δηλαδή πλασμένος. Το υλικό σου ορίζει το όνειρο σου. Εσύ ονειρεύεσαι;
Κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου μια πεταλούδα. Μια πορτοκαλί πεταλούδα. Το ξέρεις πως πάντα κουβαλάς πάνω σου κάτι πορτοκαλί;
Κι η σκέψη αρχίζει να αλλάζει χρώμα, και γίνεται πάλι πορτοκαλί.
Οι σκέψεις δε σταματούν μέσα στο όνειρο, συνεχίζουν το έργο τους και έξω από αυτό την ώρα που προσπαθώ να συγκεντρώσω τον εαυτό μου. Και βλέπω κι εγώ την πεταλούδα. Και είναι πάντα πορτοκαλί. Διαολεμένα πορτοκαλί.
Και ένα τσουνάμι πορτοκαλί παραισθήσεων ξεκινά. Ξανά.
Κι είναι φορές που νιώθω πως χάνω τη ζωή, γιατί το κάλεσμά της, με πιάνει στον ύπνο. Κι αν έτσι δεν είναι, μια δεύτερη, άλλη, ολόδική μου ζωή ξεκινά όταν κλείνω τα μάτια, καθώς τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν μαρτυρώντας τη συνομωσία του υποσυνείδητου…
Ονειρεύομαι… Αστέρια πέφτουν και τα κυνηγώ σαν ευχές. Και η πεταλούδα, η πορτοκαλί πεταλούδα πετά γύρω μου. Δεν ψάχνω προορισμό, ούτε που βλέπω πίσω από τι τρέχω. Απλά, απολαμβάνω σαν αφελές παιδί ένα παιχνίδι… Κι η πεταλούδα σβούρες γυρίζει μεθυσμένη γύρω μου, ώσπου να ζαλιστώ, και να αδειάσει η σκέψη μου…
Στον ύπνο επιστρέφουν όλα τα φαντάσματα και ντύνουν τη ζωή μου… Μετράς αντίστροφα τα λεπτά για να ξυπνήσω. Κ ίσα ίσα που προλαβαίνω: Το φιλί που γύρευα με καρτερικότητα μου δίνεται και το πίνω μ’ όλες μου τις αισθήσεις. Κι εσύ μετράς, μετράς για να ξυπνήσω, μετράς αντίστροφα. Μα η πεταλούδα είναι ακόμα εκεί, κι είναι ακόμα πορτοκαλί. Με μια διαολεμένη επιμονή να μην αλλάζει χρώμα. Κι εσύ μετράς. Με ξυπνάς, μα ονειρεύομαι ακόμη… στη σκιά μιας πορτοκαλί πεταλούδας…ο 

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

σαν νανούρισμα



















(Και το σήριαλ συνεχίζεται...)

Ξαπλωμένη ανάσκελα στον καναπέ της Ηλέκτρας, με το κεφάλι κρεμασμένο στην κάτω πλευρά και τα πόδια να ακουμπάνε στον τοίχο, η Αλίκη είχε τα μάτια κλειστά και σιγοτραγουδούσε τους στίχους ενός ρεφρεν. «Θα μου λερώσεις τον τοίχο και μετά θα σε δείρω», γκρίνιαξε η Ηλέκτρα. «Ωχ μωρέ Ηλέκτρα! Αμάν πια! Αφού δεν φοράω παπούτσια! Σταμάτα την γκρίνια!», αναστέναξε η Αλίκη. Σταμάτησε το τραγούδι, σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς το ραδιόφωνο. «Πάλι θα αλλάξεις σταθμό; Αλίκη δεν αντέχεσαι! Κάθε δέκα λεπτά αλλάζεις σταθμό! Θα χαλαρώσεις;». «Χαλαρή είμαι, απλώς δεν μου αρέσει ο σταθμός»!

Αναστέναξε η Ηλέκτρα και χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στην πολυθρόνα. Την ήξερε τόσα χρόνια την Αλίκη. Κάτι σκέπτεται, κι όταν κάτι την απασχολεί και δεν μπορεί να βρει λύση είναι ικανή να σπάσει τα νεύρα οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού βρίσκεται σε ακτίνα 20 μέτρων από εκείνη.
Ο σταθμός άλλαξε. Το τραγούδι μια από τις επιτυχίες της εποχής, μάλλον αστείο, αλλά η Αλίκη συνέχισε να το σιγομουρμουρίζει και ξάπλωσε ξανά στον καναπέ. Ήταν σχεδόν 9 το βράδυ, κάπου στα μέσα Ιουλίου και η ζέστη ήταν αφόρητη. Κλιματισμός δεν υπήρχε στο σπίτι της Ηλέκτρας, μόνο ένας ανεμιστήρας που έκανε περισσότερο θόρυβο από ότι δροσιά. Και τότε ακούστηκε ο ήχος του κινητού. Μήνυμα. Η Αλίκη συνέχισε να σιγομουρμουρίζει. Η Ηλέκτρα σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα, έπιασε το κινητό από το τραπεζάκι και το πέταξε στη φίλη της. « Καλά έχεις κουφαθεί; Μήνυμα έχεις», της φώναξε και συνέχισε προς την κουζίνα.
Νωχελικά άνοιξε το κινητό, πίεσε το κουμπί που το ξεκλειδώνει και έφτασε στα εισερχόμενα μηνύματα. Κοκάλωσε. Το μήνυμα ήταν από τον Ορέστη. Το άνοιξε. Το διάβασε. Το διάβασε ξανά. Έκλεισε το κινητό. Το περιεργάστηκε για λίγο και αμέσως το άνοιξε ξανά και διάβασε ξανά το μήνυμα. Άφησε το κινητό επάνω στον καναπέ και βγήκε στο μπαλκόνι. Έψαξε στα πράγματα της Ηλέκτρας και πήρε ένα τσιγάρο. Το άναψε το κράτησε άγαρμπα στο χέρι. Το ακούμπησε στα χείλη της και για δευτερόλεπτα δίστασε να το καπνίσει. Τελικά άφησε τον καπνό να μπει μέσα της κι αμέσως μετά άφησε τη μισοτελειωμένη γόπα στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στην καρέκλα. Μπήκε ξανά μέσα στο δωμάτιο και άρπαξε στα χέρια το κινητό.
«Θα έρθω» , έγραψε μόνο στο μήνυμα και το έστειλε.
Η Ηλέκτρα μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας δυο πιάτα γεμάτα μακαρονάδα αραμπιάτα, ήταν η σπεσιαλιτέ της. Τα ακούμπησε στο τραπεζάκι όταν είδε την Αλίκη καθισμένη στο πάτωμα να προσπαθεί να βρει τα πεταμένα κάτω από τον καναπέ μποτάκια της. «Τι κάνεις;»
«Φεύγω»,απάντησε η Αλίκη.
«Φεύγεις;  Με έβαλες να μαγειρέψω και τώρα φεύγεις; Είσαι με τα καλά σου παιδάκι μου;», νευρίασε η Ηλέκτρα.
«Πάω σπίτι. Θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή. Καληνύχτα». Λέγοντας καληνύχτα είχε φτάσει ήδη στη εξώπορτα. Η Ηλέκτρα δεν είπε τίποτε, μάλλον δεν πρόλαβε να πει τίποτε. Απλά αναστέναξε.
Η Αλίκη είχε μπει ήδη στο αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι. Το σπίτι του Ορέστη. Δεν είπε τίποτα στην Ηλέκτρα γιατί ντρεπόταν. Τι να της έλεγε δηλαδή; Ότι δεν έπρεπε να πάει εκεί το γνώριζε πολύ καλά. Φρενάρισε απότομα. Είχε φτάσει. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην πίσω μεριά του σπιτιού.
Χτύπησε την πόρτα διστακτικά. Ο Ορέστης της άνοιξε αμέσως, την περίμενε. Η Αλίκη μπήκε μέσα σχεδόν σαν υπνωτισμένη. Το φως του σαλονιού ήταν κλειστό αλλά στο βάθος του διαδρόμου το φως της τηλεόρασης που ήταν ανοιχτή από το υπνοδωμάτιο φώτιζε μ’ ένα τόνο λευκό τα πάντα. Η Αλίκη είχε μείνει ασάλευτη μόλις ο Ορέστης έκλεισε την πόρτα πίσω της. Την άγγιξε απαλά στη μέση για να προχωρήσει προς το διάδρομο που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο. Εκείνη προχώρησε αργά, και λίγο πριν φτάσει στο υπνοδωμάτιο εκείνος που προχωρούσε ακριβώς πίσω της, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την έσφιξε απαλά πάνω του. Προχώρησαν έτσι αγκαλιασμένοι μέχρι το διπλό κρεββάτι. Ο Ορέστης την άφησε και έκατσε στο κρεββάτι. Η Αλίκη τον κοίταξε. «Λοιπόν ήρθα. Ζήτησες μια αγκαλιά για να μπορέσεις να κοιμηθείς. Μήπως θες και να σε νανουρίσω;», είπε λίγο ειρωνικά και συνέχιζε να τον κοιτά. Ο Ορέστης απλά χαμογέλασε. «Δεν μπορείς να κάτσεις στα καθαρά σεντόνια με το τζιν; Σωστά;».
Η Αλίκη σάστισε. «Θες να βγάλω το τζιν; Αστειεύεσαι, έτσι;».
«θα σου φέρω ένα σορτς», της είπε και σηκώθηκε από το κρεββάτι.
«Δεν έχει σημασία Ορέστη μην πας».
Το μόνο που είχε σημασία ήταν να χαθεί στην αγκαλιά του. Ξάπλωσε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και με το χέρι της να τον αγκαλιάζει σχεδόν κόλλησε πάνω του. Σα να είχαν κάνει έρωτα και να ξεκουραζόταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Αλλά δεν είχαν κάνει. Και τα λεπτά να περνάνε. Κι η ώρα τους να τελειώνει. Σε μια στιγμή να χάνεται… 

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

εγώ κι... εγώ




Αυτό που αισθάνεσαι, αυτό που νιώθεις θέλει ελευθερία έκφρασης και χώρου. Χρειάζεται αυτονομία για να μπορέσει να αναπνεύσει όταν το θέλει, κι όχι όποτε έμαθε και συνήθισε να θέλει.
Αφήνω τις λέξεις να ξεπλύνουν τα νοήματά τους, να καθαρίσει το μυαλό από τις αναμασημένες τροφές που συνοδεύονται με το κλασικό επιδόρπιο "εσύ δεν ξέρεις", πασπαλισμένο με αυθεντία. Θέλω να χρησιμοποιώ το δικό μου λεξικό, όπου το "συγνώμη" θα σημαίνει "συγνώμη" και το "σ' αγαπώ", σ' αγαπώ". Αηδιάζω με το ελαφρύ των φράσεων, το ελαφρύ της σημασίας τους. Παραείναι πολλά τα λόγια που τους λείπει λόγος ύπαρξης… Τώρα μιλάω γρήγορα… και μάλλον δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν έχει καμία σημασία. Αυτά που γράφω ο καθένας τα ερμηνεύει όπως νιώθει. Το καθετί διαφορετικό που έχει ο καθένας στο μυαλό του βρίσκει έστω και μια ταιριαστή λέξη σε αυτό που έχω γράψει.
 Κι εμείς (εγώ κι… εγώ) εξακολουθούμε να είμαστε λίγο περισσότεροι από έναν, μα σίγουρα λιγότεροι από δύο, διαφορετικά θα το καταλάβαινα κάθε φορά που ψεκάζω τον αέρα με ανέλπιδες, ρυτιδιασμένες αναπνοές γερασμένων εγωισμών . Εγκλωβισμένοι κι οι δυο (εγώ… κι εγώ) στον εγωισμό μας. Που μας έχει σώσει και μας έχει διαλύσει εξίσου… Να συγκρατώ και να αφήνομαι συγχρόνως.
Σ υ γ χ ρ ό ν ω ς. Στο εκεί ή στο εδώ. Στο κάπου, ας πούμε. Μόνο να συμπίπτουμε στους δείκτες.
Άρα, όταν εγώ είμαι 02:08...εσύ πόσο είσαι;

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

«Από ποιον ουρανό πέσαμε εδώ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;»



Το έχεις καταλάβει; Το έχεις άραγε ποτέ συνειδητοποιήσει; Το έχεις σκεφτεί λιγάκι; Αυτή η μηχανική κίνηση, η ίδια τόσες και τόσες φορές. Μια κίνηση απλή, κι όμως…μοναδική. Έχεις καταλάβει πόσο πολύ ταιριάζουν οι αγκαλιές μας; Πόσο απόλυτα ταιριάζουν; Σαν δυο μικρά κομματάκια από πάζλ που ενώνονται απόλυτα. Ταιριάζουν μοναδικά, δεν ψάχνουν να βρουν καμιά σωστή θέση, η σωστή θέση βρίσκεται από μόνη της σχεδόν μαγικά. Ξέρει ο ένας πως χωράει ακριβώς στην αγκαλιά του άλλου. Μια αγκαλιά σχεδόν πάντα με την ίδια δύναμη. Σφικτή, μα όχι ασφυκτική. Δυνατή, μα όχι πιεστική. Μια αγκαλιά γνώριμη, που γνωρίζει πάντα το δρόμο, χωρίς χάρτες, και χωρίς να χάνεται ποτέ. … Βαθαίνει η αγκαλιά σαν αγαπιέσαι... Η αγκαλιά που σταματάει το χρόνο. Που έχει μείνει ίδια όταν τα πάντα έχουν αλλάξει. Που θα είναι πάντα εκεί όταν δε θα έχει μείνει τίποτα…Έτσι είναι, μια αγκαλιά χωρίς λόγο… «Από ποιον ουρανό πέσαμε εδώ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;»>

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

από το πουθενά στο πουθενά



- Μα καλά που πας και τους βρίσκεις αυτούς τους τίτλους;
-Μπα, γιατί δεν σου αρέσει;
-'Όχι δεν μου αρέσει. Πολύ δήθεν!
- Χα! Μπα, απόκτησες και άποψη τώρα;
-Πάντα είχα άποψη!
- Σώπα τι μας λες;
-Όπως σου τα λέω! Άλλαξε τον!
- Όχι δεν τον αλλάζω! Και αφού δεν έχεις διαβάσει το κείμενο πως ξέρεις πως δεν ταιριάζει;
- Το ξέρω!
- Σκάσε και διάβαζε και μετά μας λες την γνώμη σου! Άντε!


"Καθισμένη για ώρα στην άκρη του κρεβατιού κοιτούσε τον πίνακα που στεκόταν πρόχειρα ακουμπισμένος στον απέναντι τοίχο. Κοιτούσε με ένα βλέμμα σαστισμένο, χωρίς δύναμη.  Ξάπλωσε στο κρεβάτι και  ακούμπησε το κεφάλι της κάπου ανάμεσα στα πολύχρωμα μαξιλάρια. Ξαπλωμένη ανάσκελα, άπλωσε το χέρι της και άρπαξε ένα μικρό κόκκινο μαξιλαράκι και το ακούμπησε πάνω στο πρόσωπο της. Το κλάμα της αντηχούσε σε ολόκληρο το  δωμάτιο. Ένα πνιχτό ρυθμικό αναφιλητό ακουγόταν συνεχώς. Η ώρα πέρασε, είχε πια νυχτώσει. Η Αλίκη σηκώθηκε από το κρεβάτι και περπάτησε μέχρι τον καθρέφτη. Τα μάτια πρησμένα από το κλάμα και το πρόσωπο της παραμορφωμένο, πρησμένο. Έτρεξε προς στο μπάνιο και αμέσως άνοιξε τη βρύση. Το νερό άρχισε να τρέχει κι εκείνη έμεινε ακίνητη να ξανακοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη, τον τρομακτικό εαυτό της. Άρχισε να ρίχνει νερό στο πρόσωπο, πολύ νερό με μια μανία τρελή, λες και το νερό μπορούσε να ξεπλύνει ακόμα και τις σκέψεις της. Σταμάτησε απότομα, άρπαξε την πετσέτα που κρεμόταν δίπλα στον καθρέφτη και την ακούμπησε στο πρόσωπο της. Η αναπνοή της ένιωθε να σταματά και τα πράγματα μέσα στο δωμάτιο να γυρνούν γύρω της. Έκανε ένα βήμα πίσω και με το χέρι έψαξε να βρει την άκρη της μπανιέρας για να καθίσει. Κι έπειτα άρχισε να μονολογεί. Ένας μονόλογος τρελού. Σκόρπιες λέξεις.
«Επεμβαίνει... Απ' το πουθενά στο πουθενά...Κι ούτε που μπορεί να το καταλάβει. Με ενοχλεί...
Εκεί που είμαι ήρεμη, που απασχολούμαι με άσχετα πράγματα, εκεί πετάγεται... Η φωνή του... Έρχεται στο αυτί μου, λέει μια λέξη και φεύγει... Και ταυτόχρονα επαναφέρεται στο μυαλό μου μια εικόνα...
Από μια λέξη ξεκινάει το παιχνίδι... Και έπειτα στιγμές να περνάνε από μπροστά μου...
Μπορείς να βγάλεις το βύσμα που συνδέει τον εγκέφαλο μου με τα μάτια, τα αυτιά και τα χέρια μου; Να μην σκέφτομαι, να μην βλέπω, να μην ακούω, να μην αγγίζω;» "

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

όνειρο μέσα στο όνειρο...






(έτσι,για να μου φύγει λίγο το άγχος των τελευταίων ημερών,είπα να γράψω κάτι ακόμα από το σήριαλ των τελευταίων μηνών, για να χαλαρώσω... Ο τίτλος επηρεασμένος από το "inception"...)




Ο Γενάρης είχε τα κέφια του. Ο ήλιος έλαμπε από το πρωί λες και ήταν άνοιξη. Η Αλίκη είχε ξυπνήσει νωρίς και είχε κατέβει στο κέντρο να βρει την Ηλέκτρα στη σχολή. Την βρήκε να κάθεται σε ένα τραπεζάκι της εστίας, μακριά από τους άλλους και να έχει χωθεί μέσα σε ένα ογκώδες βιβλίο. «Ηλέκτρα, Ηλέκτρα!», σχεδόν φώναξε η Αλίκη στη φίλη της. Ξαφνιασμένη εκείνη, σηκώνει το βλέμμα από το βιβλίο, τινάζει πίσω τα μαλλιά της και την κοιτά με απορία. «Σαν τι θες να κάνω δηλαδή; Διαβάζω ιστορία της τέχνης! Αν το έχεις ξεχάσει, να σου θυμίσω πως σε δεκαπέντε ημέρες έχουμε εξεταστική», αναστέναξε η Ηλέκτρα και ξαναέβαλε το πρόσωπο της μέσα στο βιβλίο.
«Άφησε το για σήμερα, πρέπει να σου μιλήσω, πρέπει να σου τα πω όλα»! «Τι να μου πεις; Τι έγινε δηλαδή; Να ανησυχήσω;», αναστέναξε η Ηλέκτρα. «Λοιπόν, εγώ… ξέρεις το Σάββατο, ο Ορέστης… στο μπαράκι…», άρχισε να εξιστορεί η Αλίκη. «Τι έγινε τέλοσπάντων; Σε φίλησε; Ναι ή όχι; Με έσκασες!»,αναφώνησε με αγωνία. «Αμάν πια! Αφού δε με αφήνεις να σου πω… το θέμα είναι πως φτάσαμε εκεί». «Που εκεί ρε παιδάκι μου»;  «Στο φιλί Ηλέκτρα μου στο φιλί…», απάντησε η Αλίκη στη φίλη της και κοκκίνισε ολόκληρη… Χαμογέλασε η Ηλέκτρα και αγκάλιασε τη φίλη της. «Άντε, λέγε, θέλω να μάθω όλες τις λεπτομέρειες». Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα της η Αλίκη. Το κινητό χτυπούσε ασταμάτητα μέχρι να το βρει η Αλίκη πεταμένο μέσα στην τσάντα της. «Ο Ορέστης!», ήταν ο Ορέστης. Απάντησε στο τηλέφωνο, ψιθύρισε δυο λόγια και το έκλεισε. «Μπα έχουμε και μυστικά τώρα Αλικάκι;»,την κορόιδεψε η Ηλέκτρα. «Τι ψιθυρίζεις, καλέ;». «Ηλέκτρα, άσε τις αηδίες, πρέπει να φύγω». «Να φύγεις; Και που θα πας παρακαλώ; Στον πρίγκιπα σου; Στον κύριο Ορέστη μας;». « Ηλέκτρα!». «Τι Ηλέκτρα; Αφού στον Ορέστη θα πας! Στο σπίτι του! Και γιατί παρακαλώ μου το κρατάς κρυφό;». «Αφού δε με άφησες να σου πω τίποτα! Με πήρες απ’τα μούτρα! Τώρα θα σου το έλεγα»! «Ορίστε, έρχεσαι με αποσυντονίζεις από το διάβασμα μου, με ξεσηκώνεις καλά καλά πως θα μου πεις για το φιλί του Σαββάτου, και με ένα τηλέφωνο του κύριου Ορέστη μας, με παρατάς και τρέχεις σπίτι του! Ωραία φίλη είσαι»! « Έλα βρε Ηλέκτρα μου! Αφού καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις; Ταράζομαι ολόκληρη και μόνο στην ιδέα πως θα τον δω! Σταματάει το μυαλό μου ,κι η καρδιά μου, κι η αναπνοή μου… Καταλαβαίνεις;», απολογήθηκε η αλίκη κρατώντας το χέρι της Ηλέκτρας. «Καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πως δεν σε έχω δει ποτέ πιο ευτυχισμένη, ποτέ», της χαμογέλασε η Ηλέκτρα. Μάζεψε την τσάντα της η Αλίκη και για πότε βρέθηκε καθισμένη στην θέση του λεωφορείου ούτε που το κατάλαβε. Είχε τόση νευρικότητα που ούτε τα ακουστικά από το ραδιοφωνική της δεν καθόντουσαν στα αυτιά της. Μα γιατί δεν πάει γρηγορότερα αυτό το λεωφορείο; Κατέβηκε δυο στάσεις νωρίτερα, από την υπερένταση. Έφτασε στην πλατεία και μετά ανέβηκε την μικρή ανηφόρα με τα πόδια. Μόλις έφτασε έξω από το σπίτι σταμάτησε για λίγο στην πόρτα, πριν χτυπήσει το κουδούνι. Βαθιά ανάσα.
Ο Ορέστης άνοιξε χαμογελαστός την πόρτα. Φορούσε μια μαύρη φαρδιά φόρμα κι ένα λευκό φανελάκι, κι όπως πάντα ξυπόλυτος. Χαμογέλασε κι η Αλίκη και μπήκε μέσα. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα συμπεριφέρονταν κι οι δυο. Της έφτιαξε καφέ ο Ορέστης, και κάθισαν στο καναπεδάκι, κι άρχισαν να λένε διάφορα. Καθισμένοι στον πολύχρωμο καναπέ του σαλονιού, ο ένας κάπως μακριά από των άλλο, κάπως αμήχανοι, έλεγαν λόγια αδιάφορα. Και τότε ανάμεσα σε όλες αυτές τις αδιάφορες λέξεις έσκυψε και την φίλησε. Ένα φιλί βαθύ, ατέλειωτο. Ένα φιλί, κι άλλο ένα, κι ακόμα ένα…
Άνοιξε τα μάτια της η Αλίκη και κοίταξε το ταβάνι. Πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε τόσο όμορφο ταβάνι, χαμογελαστό. Χαμογέλασε κι εκείνη. Ήταν πραγματικότητα η όνειρο; Μπορούσε να ακουμπάει το κεφάλι στα χέρια και να τον σκέφτεται ώρες ατέλειωτες, ανατριχιάζοντας από ευτυχία. Κι όταν δεν είχε ύπνο να αναπλάθει μέσα της ασταμάτητα το γέλιο και τον ήχο της φωνής του. Να χαϊδεύει νοερά την παλάμη του ονειροπολώντας. Και το φιλί του … νύχτα βαθύτερη. Ίσως να τον συνάντησε παρά μόνο γι’ αυτό. Να μάθει να μιλάει μόνο για όνειρα…

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

...χωρίς σκηνοθέτη




 Κι επειδή η φαντασία μου καλπάζει, το "σήριαλ" συνεχίζεται...

«‘Όταν σε συνάντησα πρώτη φορά ένιωσα σα να είχα μόλις θυμηθεί μια λέξη που έψαχνα από καιρό.» Έπαιζε σαν κασέτα επαναλαμβανόμενη στο κεφάλι της αυτή η φράση. Έβαζε τον εαυτό της να μιλάει στον καθρέφτη, να την λέει και να την ξαναλέει. Μα δεν μπορούσε ποτέ να σκεφτεί πια θα ήταν η υποτιθέμενη απάντηση του Ορέστη σε αυτή τη φράση. Κι αν υπήρχε απάντηση σίγουρα δεν ήταν ο Ορέστης αυτός που θα έλεγε κάτι. Ο Ορέστης θα την κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα που μπορεί και κρύβει χίλια μυστικά κρυμμένα κι όλη την αδιαφορία του κόσμου μαζί, σε μία μόνο ματιά. Θα την κοιτούσε και δεν θα έλεγε τίποτα, λες κι εκείνη έπρεπε, όφειλε, λες κι ήταν η μοίρα της να μπορεί να ερμηνεύει τη σιωπή του. Κι όμως κάθε φορά, ένιωθε να δίνει λάθος ερμηνεία, λάθος χρησμό για εκείνη τη σιωπή. Σαν αποτυχημένη Πυθία. Κι όμως εκείνη η σιωπή του, την έκανε να πλάθει μαγικούς διαλόγους ανάμεσα τους, διαλόγους, που σε αυτή τη ζωή τουλάχιστον δεν θα γίνονταν ποτέ πραγματικοί. Στο μυαλό όμως της Αλίκης, η ιστορία αυτή είχε αρχή και μέση, μα όχι τέλος.  Είχαν περάσει μέρες από εκείνη τη στιγμή που φώλιασε ξανά μέσα της εκείνο το απροσδιόριστο συναίσθημα, για άλλη μια φορά. Νόμιζε πως είχε τελειώσει πια αυτό το μαρτύριο… Μα, έτσι ξαφνικά ήρθε και τρύπωσε πάλι εκεί, ύπουλα και επώδυνα. Πιο επώδυνα από κάθε άλλη φορά, χωρίς γιατί. Και οι υποτιθέμενοι διάλογοι τους συνεχίζονταν ασταμάτητα στην οθόνη του μυαλού της, σε συνέχειες, σαν σήριαλ καλοπαιγμένο και με υψηλή πάντα τηλεθέαση… Πρωταγωνιστές πάντα οι δυο τους. Στη δική τους «σκηνή» ... χωρίς σκηνοθέτη ...
για σένα μπορώ να τα τινάξω όλα. 
να τα τινάξεις;
 
απαντάς με ερώτηση.
τι μπορεί να τινάξεις δηλαδή;
τι τινάζεται;
τα πάντα.
 
το μυαλό, η καρδιά, το κορμί.
 
εσύ τι θες να τινάξω;
τις άμυνες μου.
 
στις πολιορκώ. 
αντέχουν
με βάζεις στον τοίχο.
 
για να σε στριμώξω. 
γιατί;
γιατί το θες. 
όταν στριμώχνομαι κλαίω.
 
θα σου σκουπίσω το πρόσωπο. 
σιωπή.
 
την ακούω. 
φιλί.
 
το νιώθω. 
σιωπή.
 
είδες που τίναξα όλα;
μου πήρες την πνοή.
 
με το φιλί σου.
μου πήρες την ανάσα. 
σου πήρα και τα δάκρυα.

όταν έκλαψες. 
δεν θέλω να σε στριμώχνω 
αλλά μου αρέσει να σε βλέπω να κλαις. 
και να γελάς.
 
κι όταν μου πιάνεις το χέρι.
κι όταν με φιλάς. 
και σου αρκεί ένα χάδι κι ένα φιλί; εσένα;
τρέμει το κορμί μου. 
εμένα η φωνή.
 
μα δε μιλάς. 
επειδή θα τρέμω.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Παραλήρημα...


- Παραλήρημα!
- Τι παραλήρημα, χριστιανή μου;
- Έτσι λέγεται αυτό το απόσπασμα;
-Ποιο απόσπασμα;
- Αυτό καλέ, από το σήριαλ υπερπαραγωγή του Φώσκολου!
- Ωχ! Όχι πάλι! Δεν λες να το βάλεις κάτω, έτσι;
- Όχι ρε, αστειεύεσαι; Περιμένω να με ανακαλύψει κάποιος παραγωγός και να επενδύσει τα ωραία του λεφτάκια, στο ελπιδοφόρο αυτό project!!!
- Χα!χα! Έμαθες και τα project τρομάρα σου!
- Άντε ρε βλήμα! Αφού με δουλεύεις δεν θα σου διαβάσω το απόσπασμα!
- Θα το πάρω και θα το διαβάσω μόνη μου!
- Φέρτο πίσω σου λέω!
- Δεν στο δίνω!
- Ότι θες κάνε! Ουφ με ζάλισες!

"Καθισμένη στη μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα του υπνοδωματίου, με τα πόδια δεμένα οκλαδόν και το φορητό υπολογιστή ακουμπισμένο πάνω τους, κοιτούσε χωρίς βλέμμα την οθόνη. Κοιτούσε την οθόνη μα το βλέμμα της την διαπερνούσε. Το μυαλό της ταξίδευε, χωρίς έλεγχο, χωρίς ειρμό. Τι ήταν πια αληθινό και τι φανταστικό; Μήπως όλα ήταν ένα σήριαλ με συνέχειες στο μυαλό της; Ήθελε να γράψει τα πάντα. Κάθε μικρή, πιθανή και απίθανη λεπτομέρεια. Να μην ξεχάσει τίποτε. Να μπορούσε να βρει λέξεις να αποτυπώσει ακόμα και τη μυρωδιά του. Ακόμα και τον μικρό γδάρσιμο από τα γένια του στο πρόσωπο της. Την μικρή αμυχή που είχαν τα χείλη του. Τον τρόπο που τα  δάχτυλα του πως μπλέχτηκαν με τα δικά της. Βρήκαν τη θέση τους σαν να ήταν εκεί από πάντα. Αγκαλιάστηκαν τα δάχτυλα και κλείδωσαν εκεί. Και μετά η αγκαλιά του. Πάντα σταματούσε ο χρόνος στην αγκαλιά του. Και μετά την φίλησε. Όχι, εκείνη τον φίλησε. Όχι, εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του. Όχι, όχι. Δεν θυμάται. Τι σημασία έχει όμως; Θυμάται σίγουρα πως το δεξί της χέρι ακουμπούσε στο μάγουλο του, και τα πρόσωπα τους πλησίαζε διστακτικά το ένα το άλλο ώσπου  έγιναν ένα. Δεν ξεχώριζες πια που ξεκινούσε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος. Δυο πρόσωπα σε ένα... Και τότε σαν κάποιος να άνοιξε πάλι το διακόπτη. Το μυαλό της άρχιζε ξανά να δουλεύει, και η λογική παραμέρισε το συναίσθημα. Τι έκανε; Τι έκανε χωμένη μέσα στην αγκαλιά του; Τινάχτηκε απότομα σα να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και  σηκώθηκε απότομα από την αγκαλιά του, και έφυγε. Έτσι ξαφνικά, γύρισε την πλάτη της κι έφυγε.
Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε.  Μα, πρέπει να το ξέρει καλά πως δε το ήθελε. Το χέρι της το οδήγησε το μυαλό της όμως που φάνηκε πιο δυνατό από την καρδιά της. Πως μπόρεσε να ξεκολλήσει το χέρι της από το πρόσωπο του; Πως μπόρεσε; Που την βρήκε τη δύναμη;
Κοιτούσε το χέρι της κι έπειτα το έσφιξε μια γροθιά και το χτύπησε με δύναμη. Ο πόνος σα να την ξύπνησε από το λήθαργο.
Άρχισε να πληκτρολογεί με μανία όσα ήθελε να μην ξεχάσει. Τα δάχτυλα της χτυπούσαν με μανία τα πλήκτρα. Να μην ξεχάσει. Θεέ μου, να μην ξεχάσει…
«Αλίκη, Αλίκη!», μια φωνή από το βάθος του σπιτιού σταμάτησε το παραλήρημα της… «Αλίκη»!"

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

τα ζαχαρωτά




Όταν ακούς τον εαυτό σου να λέει δυνατά πράγματα τόσο «δικά» σου, που δεν τα αρθρώνεις εύκολα, τρομάζεις. Τρομάζεις με την ευκολία που βγαίνουν από το στόμα σου, τρομάζεις γιατί κάνεις και αυτόν που σε ακούει να τρομάξει. Κι εσύ απλά εκσφενδονίζεις λέξεις, και χτυπάς αλύπητα αυτόν που βρίσκεται απέναντι σου. Καμία πρόθεση δεν είχες για κάτι τέτοιο, αλλά δεν είχες προβλέψει τις ερωτήσεις του απέναντι σου. Και μια ερώτηση σε τσιγκλάει να μιλήσεις. Και ξεκινάς να λες την αλήθεια σου, όσο πιο απλά μπορεί κάτι να ειπωθεί. Σαν παιδάκι που εξομολογείται πως έχει αδυναμία στα ζαχαρωτά. Κι ο απέναντι αδυνατεί να καταλάβει γιατί αγαπάς τα ζαχαρωτά. Γιατί; Μπορεί να έχουν γλυκιά γεύση, μπορεί να έχουν όμορφα χρώματα, να είναι σε φαντεζί σακουλάκια, αλλά ο απέναντι προσπαθεί να σε πείσει- και μπορεί να έχει και δίκιο- πως όσο κι αν εσύ νομίζεις πως τα ζαχαρωτά σου κάνουν καλό, εκείνα το πιθανότερο είναι να κρύβουν κάποιο «αγκάθι». Μπορεί τελικά να σου χαλάσουν τα δόντια. Και τι με αυτό; Το θέμα είναι πως το μόνο που έχει σημασία είναι πως κάνουν τους αισθητήρες της γεύσης σου να τρελαίνονται από ευτυχία. Παρανοϊκό; Και ποιος νοιάζεται; Αφού εσύ έτσι το νιώθεις, γιατί πρέπει κάποιος να έρθει να εκλογικεύει το συναίσθημα σου; Γιατί οι άνθρωποι νομίζουν πως ότι εκείνοι δεν βλέπουν , δεν ακούν ή δεν αισθάνονται δεν υπάρχει;
Κάνε ησυχία απόψε βράδυ, σε παρακαλώ.
Αν ψιθυρίσω απόψε ,θέλω να καταφέρω να ακούσω τα
λάθη και τα σωστά τον σκέψεων μου.
Να μάθω τι είμαι. Έστω για μια φορά,
να ξεχωρίσω τη γεύση της επιθυμίας μου
από χίλιες άλλες και να την επιλέξω. Κι ας επιλέξω πάλι ζαχαρωτά. Κι ας χαλάνε τα δόντια, κι ας παχαίνουν.


Επιμένω να ζω στον κόσμο μου...
γιατί είναι καλύτερος.
και πια δεν με νοιάζει να πείσω κανέναν για τίποτα...

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

μέχρι να ξημερώσει

-Μάλλον η αϋπνία, φέρνει έμπνευση τι να πω;
-Έμπνευση το λες αυτό;
-Ε,καλά δεν είναι και ο Σέξπιρ! 
-Αυτό σου έλειπε,να μας πεις πως είσαι!
-Μμμμμ!
-Τι μουγκρίζεις καλέ; Άντε το πολύ πολύ να γράψεις κανένα Άρλεκιν!
-Καλά, διάβασε τώρα το "Άρλεκιν", και πες μου τη γνώμη σου!
-θα μου πεις τι γίνεται στο τέλος; 
-Θα σου πω! 
-Τι γίνεται;
-Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!
-Τι εννοείς; 
-Τίποτα δεν εννοώ, αυτό που σου λέω!
-Ωχ! Μας υποχρέωσες εσύ κι οι γρίφοι σου!
-Άντε, διάβασε το και σταμάτα τη γκρίνια! Μου έβγαλες την ψυχή πάλι!



 «Θα μείνεις μαζί μας, πάει και τελείωσε», της είπε αυστηρά ο Αλέξης. «Αλίκη, ούτε να το σκέφτεσαι, δεν πρόκειται να σε αφήσω να μείνεις μόνη σου στο σπίτι στην κατάσταση που βρίσκεται, είναι επικίνδυνο, κατάλαβες;»! Η Αλίκη είχε μείνει ανέκφραστη, μα το βλέμμα της πρόδιδε πως φοβόταν πολύ. Στο σπίτι του Αλέξη έμενε κι ο Ορέστης. Πως θα έμεναν ένα ολόκληρο βράδυ μαζί; Στο ίδιο σπίτι;
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της ο Αλέξης την είχε πιάσει από το χέρι και την τραβούσε μέσα στο σπίτι. «Αλέξη, καλύτερα να πάω να μείνω στην Ηλέκτρα», πρόλαβε να ψελλίσει η Αλίκη. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Σιγά μην τρέχεις μέσα στη νύχτα στο κέντρο. Τελείωσε η συζήτηση». Μπήκαν κι οι δυο στο καθιστικό. Ο Ορέστης καθισμένος στον καναπέ, ξυπόλητος και φορώντας μια φαρδιά χακί βερμούδα, ακουμπούσε στα πόδια του το φορητό υπολογιστή, και ήταν απόλυτα προσηλωμένος σε κάποιου είδους σπουδαία εργασία. Ούτε μια ματιά δεν έριξε στην Αλίκη και τον Αλέξη που πέρασαν από μπροστά του, ούτε που ρώτησε τίποτα.
«Λοιπόν θα κοιμηθείς στο διπλό κρεβάτι! Ο μπαμπάς λείπει για το σαββατοκύριακο, οπότε είναι όλο δικό σου! Καινούρια σεντόνια έχει στο ντουλάπι!»,της χαμογέλασε ο Αλέξης. «Πεινάς; Θες να σου φέρω κάτι από την κουζίνα;»,της είπε. «Όχι Αλέξη μου! Θα κάνω ένα ντους και θα ξαπλώσω! Εντάξει;», του είπε και του χάιδεψε με το χέρι της τα μαλλιά. «Αν θες κάτι φώναξε με αμέσως, εντάξει;». «Εντάξει, μην ανησυχείς».
Ο μικρός χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου. Η Αλίκη μπήκε στο μπάνιο για να κάνει ντους. Έκλεισε τη βρύση, βγήκε από το μπάνιο και ξαναμπήκε στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξε το ντουλάπι, βρήκε τα σεντόνια που της είπε ο Αλέξης και τα έστρωσε στο κρεβάτι. Προχώρησε προς το παράθυρο και το βλέμμα της έπεσε στο φως του καθιστικού. Ήταν ακόμα αναμμένο. Ο Ορέστης ήταν ακόμα εκεί. Έκλεισε το παράθυρο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, στη δεξιά άκρη του, τόσο άκρη που λίγο ακόμα και θα βρισκόταν από κάτω. Ξάπλωσε στο πλάι  σχεδόν σε εμβρυική στάση, και κοιτώντας επίμονα την πόρτα του δωματίου, λες και κάτι περίμενε, την πήρε ο ύπνος.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και το τρίξιμο της πόρτας που άνοιξε την ξύπνησε. Είδε την φιγούρα του να στέκεται μπροστά από την κλειστή πόρτα, κι αμέσως μετά να ξαπλώνει δίπλα της στο κρεβάτι και να χώνεται στην αγκαλιά της. Σαν μικρό παιδί, με την πλάτη του να ακουμπάει στο στήθος της, έμεινε εκεί ακίνητος. Για ώρα, για πολύ ώρα χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Η καρδιά της Αλίκης άρχισε να χτυπά σε έναν ρυθμό τρελό, σε ένα ρυθμό δυνατό και ακαθόριστο, σ’ ένα ρυθμό νευρικό. Ένιωθε πως η καρδιά της θα σταματούσε, θα έσπαγε από τον χτύπο. Κι εκείνος τον άκουγε;  Τον ένιωθε να σφυροκοπάει πάνω του, αφού το στέρνο της ακουμπούσε στην πλάτη του; Δεν μπορούσε να σταματήσει να χτυπάει δυνατά η καρδιά της. Ο θόρυβος έφτανε εκκωφαντικός στα αυτιά της. Προσπαθούσε να ηρεμίσει, να μείνει σχεδόν ακίνητη, να αναπνέει αθόρυβα. Να μην τελειώσει η στιγμή, η δική τους στιγμή. Να μην περάσει η ώρα. Να μην ξημερώσει. Κοίταξε ξανά την αγκαλιά της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Ορέστης βρισκόταν στην αγκαλιά της, στη δική της αγκαλιά, μέσα στα χέρια της, ξαπλωμένος, ήρεμος, και δικός της. Μόνο δικός της.  Έστω μέχρι να ξημερώσει. 

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

να έρχεσαι στον ύπνο μου...

Τώρα που μας χωρίζουνε βουνά
από λόγια αλόγιστα και θάλασσες
να έρχεσαι συχνά στον ύπνο μου
Να 'ρχεσαι πιο συχνά με
αερόστατο, με ξύλινο τρενάκι, με τρεχαντήρι, υπερωκεάνιο,
με τα πόδια...
να 'ρχεσαι πάντως
Εξάπαντος να 'ρχεσαι κάθε νύχτα
με ρούχα ή χωρίς
«Σουσάμι άνοιξε» θα λέω τρις
και θα σε μπάζω στ' όνειρο
Στο ίδιο όνειρο, πολύχρωμα μπαλόνια
που τα πήρε ο αέρας να τα πάει μακριά
μια πάνω
και μια κάτω μεθυσμένα
Έλα στον ύπνο μου, σε περιμένω
να καθαρίζουμε παρέα φρεσκα φασολάκια
να τρώμε καρμπονάρα,
να σε ταΐζω μενεξέδες, κουκουνάρια
και να σε πασπαλίζω φεγγαρόσκονη, θα δεις
Ανάμεσα σε ερωτιδείς κι αγγέλους να πετάς εσύ,
μαζί κι εγώ
Κι αν θέλεις θα γινόμαστε ακροβάτες,
ηθοποιοί σε θίασο πλανόδιο, έλα
Στο ίδιο όνειρο εμείς οι δυο να παίζουμε τρίλιζα
στα κατώφλια του καλοκαιριού
Σε πύργους από φίλντισι κι ακριβό βελούδο,
να κυνηγιόμαστε στο μυρωμένο λιβάδι των αισθήσεων,
των παραισθήσεων,
να σε φτάνω, να σ' αγγίζω,
να σε πιάνω
Να 'μαι τα χέρια εγώ κι εσύ το πιάνο
και να σε τραμπαλίζω
και να σου φτιάχνω κούνια σ' ανθισμένη κερασιά
να σε κουνώ, να σε ταρακουνώ

Μόνο να έρχεσαι στον ύπνο μου κάθε νύχτα

Τ' άλλα θα στα πω στ' αυτί
Γιατί τα όνειρα σαν τα θαύματα είναι
Βγαίνουν αληθινά μόνο αν τα πιστεύεις....



(Χρήστος Μπουλώτης)




Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

δικαίωμα στο όνειρο...


Πεθαίνουν τα όνειρα
μέσα στην εκπλήρωση
και μόνο εκείνα, τα άλλα,
που η τύχη ή έστω οι περιστάσεις
τους αρνήθηκαν την ύπαρξη,
εκείνα ζουν για πάντα.
Κι όταν καμιά φορά ξυπνάς τη νύχτα
τ'ακούς να πεταρίζουν μέσα σου,
τεράστια κι άγρυπνα.
Σαν τα δυστυχισμένα βλέφαρα των νεκρών.

Τ. Λειβαδίτης

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

για τη Μαρία...




Είναι κάτι στιγμές, τρυφερές και λεπτές,
σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι...


Ξέρεις, τελικά η ζωή δεν είναι μονάχα οι στιγμές που συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν… Περισσότερο είναι αυτές που μας επισκέπτονται χωρίς να το καταλάβουμε. Χτυπάνε την πόρτα, μπαίνουν διστακτικά μέσα, τις νιώθουμε να περνούν από δίπλα μας, τις ζούμε και πριν το καταλάβουμε χάνονται... Δηλαδή δεν χάνονται… πάντα υπάρχουν… φεύγουν κι έρχονται ξανά…Η ζωή εν τω μεταξύ αλλάζει, και οι στιγμές αλλάζουν... Λίγο λίγο, σιγά σιγά... Ξέρεις κάτι; Η στιγμή είναι ένα στιγμιαίο πάγωμα στον χρόνο, αρκεί να συνειδητοποιήσεις ότι έχει γίνει…. Είναι σαν να πάτησε φρένο η αιωνιότητα ή από την άλλη και όχι. Κανονικά δεν υπάρχει στιγμή, έτσι στον ενικό. Υπάρχουν στιγμές πληθυντικές. Υπάρχουν στιγμές που θα ήθελες να κρατήσουν για πάντα και υπάρχουν στιγμές που θα ήθελες να μην υπάρχουν, γεγονός που εύκολα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι στιγμές κάνουν πάντα του κεφαλιού τους… Όλων των κεφαλιών συγκεκριμένα... Κάποιες άλλες στιγμές που θα έπαιρνες όρκο ότι τις έχεις πλάσει εσύ, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, είναι το ψέμα σου, αλλά το έχεις βιώσει τόσο πολύ ώστε είναι πλέον η αλήθειά σου...
Κι όμως υπάρχουν κι οι στιγμές που είναι και αληθινές, πραγματικές και τόσο μα τόσο όμορφες… και τόσο απλές και τόσο σπουδαίες την ίδια στιγμή! Μαγικό δεν είναι; Μαγικό δεν είναι να έχεις γύρω σου ανθρώπους και να ζείτε μαζί αληθινές στιγμές; Σπουδαίες στιγμές που σε ενώνουν ακόμη πιο πολύ μαζί τους; Κι άνθρωποι που χαίρονται πραγματικά με τις δικές σου στιγμές, ακόμα κι αν δεν είναι εκεί να τις ζήσετε μαζί;
Στιγμές, όλη η ζωή στιγμές…μην κρατάς μόνο τις πολύ όμορφες, να κρατάς κι αυτές που είναι τόσο αληθινές…

 Είναι κάτι στιγμές,
σα μικρές πινελιές
ζωγραφιάς που δεν έχει τελειώσει,
λείπουν λίγα ακριβά
των χρωμάτων νερά,
για να δώσουν του τόπου τη γνώση…

 (13/6/2010)





Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

"...όλα τ'άλλα ηχούν μακριά...."

-Τρέχα!
- Γιατί ποιος μας κυνηγάει;
- Κανείς, βρε βλάκα!
-Ε, τότε γιατί να τρέξω;
- Να σου διαβάσω ένα μικρό κομματάκι από αυτό που γράφω!
- Σιγά το αριστούργημα ρε Παπακαλιάτη!
- Έλα, σταμάτα τις αρλούμπες και άκου!
- Ναι, ναι, μην χάσω τη συνέχεια του Άρλεκιν!
- γέλα, γέλα… όταν θα πουλήσω τα δικαιώματα της ταινίας μου στο  Χόλλυγουντ, θα σου πω εγώ!
-Σιγά μην πρωταγωνιστήσει και ο Brad Pitt! Άντε διάβαζε να τελειώνουμε!


«Κρατούσε την Ηλέκτρα από το μπράτσο. Ανέβαιναν  τα σκαλιά για να φτάσουν στο καλοκαιρινό μπαράκι. Ο Αλέξης ερχόταν από πίσω, με ένα λευκό παντελόνι και το μπλε Λακοστ με το γιακά σηκωμένο. Ακολουθούσε τα δυο κορίτσια, που δεν πήγαιναν σχεδόν πουθενά χωρίς να είναι κι εκείνος μαζί τους.  Κάποια στιγμή έφτασαν στην είσοδο, ο πορτιέρης κοίταξε λίγο περίεργα τον Αλέξη, και ρώτησε αν έχουν κάνει κράτηση.  Η Ηλέκτρα πέταξε ένα ξερό, «μας περιμένει η παρέα μας», έπιασε την Αλίκη από το μπράτσο και τον Αλέξη από το χέρι και μπήκαν μέσα. Το μπαράκι ήταν γεμάτο κόσμο και η ζέστη αφόρητη. Που θα έβρισκαν τους υπόλοιπους μέσα σε αυτό το χαμό; Η Αλίκη άρχισε να περπατά προς το βάθος. Τον είχε εντοπίσει, όπως πάντα άλλωστε. Φορούσε κι εκείνος ένα μπλουζάκι με σηκωμένο το γιακά, σαν και του Αλέξη. Δίπλα του καθόταν ο Βασίλης, ο καλύτερος του φίλος, κι η κοπέλα του η Άννα. Αναμπουμπούλα για λίγο, αγκαλιές, φιλιά, αναστάτωση μέχρι να καθίσουν όλοι στον γωνιακό καναπέ.  Ο Αλέξης κάθισε δίπλα στον Ορέστη, η Αλίκη δίπλα του κι η Ηλέκτρα λιγάκι πιο πίσω. Η παρέα μιλούσε δυνατά, η βραδιά ήταν ζεστή και τα ποτά άδειαζαν και γέμιζαν γρήγορα. Ο Ορέστης ευγενικός με όλους, γελούσε, έλεγε έξυπνες ατάκες, μα όταν γυρνούσε να μιλήσει στην Αλίκη άλλαζε. Ειρωνικά σχόλια για την εμφάνιση της, πάντα βέβαια καλυμμένα με μια δόση χιούμορ, της μιλούσε απότομα, κοφτά και την έκανε να θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί κι άλλες φορές να θέλει να βρει κάτι να του το κοπανήσει στο κεφάλι. Εκτός ορίων την έβγαζε, σχεδόν σε κάθε συνάντηση τους. Κι όμως, κι ο ένας κι ο άλλος, επέμεναν να συνεχίζουν να βλέπονται.
«Μα καλά, έχεις δει πως είναι αυτό το παντελόνι που φοράς; Πως βγαίνεις έτσι έξω;», είπε ο Ορέστης κι η Αλίκη γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά, γιατί το πρόσωπο της είχε γίνει κατακόκκινο από τα νεύρα της. «Μα πως τολμάει; Πως μπορεί να είναι τόσο ηλίθιος, ε;», μουρμούρισε η Αλίκη στην Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα σήκωσε τους ώμους χωρίς να έχει να δώσει απάντηση. Το έργο αυτό δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που το έβλεπε και σίγουρα δεν θα ήταν κι η τελευταία. Έκανε νόημα στον Αλέξη και σηκώθηκαν να χορέψουν.
Η Αλίκη απέμεινε μόνη σε εκείνη την μεριά του καναπέ. Κάθισε λίγο πιο αναπαυτικά και άπλωσε το δεξί της χέρι και το ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ. Και τότε με την άκρη του ματιού της είδε τον Ορέστη, έτσι καθισμένο να πλησιάζει προς τη μεριά της. Έγειρε πάνω στο χέρι της και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της. Έμεινε εκεί ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα, στην αγκαλιά της. Κι έπειτα σηκώθηκε. Η Αλίκη δεν έβγαλε άχνα. Δεν είπε τίποτα. Ποτέ δεν έλεγε. Ο Αλέξης με την Ηλέκτρα γύρισαν ξέπνοοι από το χορό. Κάθισαν ξανά στις θέσεις τους, κι ήταν σα να μην είχε γίνει τίποτα. Είχε γίνει όμως. Κι ήταν εκεί στο μυαλό της Αλίκης. Μια σκέψη να την πηγαινοφέρνει από την τήξη στην πήξη. Θα έπρεπε να λιώνει μέσα στον καύσωνα , κι όμως μια λέξη του την κάνει σχήμα στέρεο με αιχμηρές γωνίες. Τσαντίλα, και θυμός. Τα χέρια της στο τιμόνι και η σκέψη της μακριά. Ο δρόμος της επιστροφής ατέλειωτος. Άνοιξε το ράδιο και ξεκίνησε ένα ακατανόητο μονόλογο… «Ένα φανάρι, κι άλλο φανάρι. Χίλια φανάρια που άφησες αφίλητα. Βαρίδι η σιωπή άμα δε ξέρει να μιλιέται…. Φίλα με ακόμα, φίλα με ακόμα, όλα τ’ άλλα ηχούν μακριά…».


-         Μμμμμ… αυτό ήταν; Δεν το σχολιάζω…
-         Αυτό σου έλειπε! Μην τολμήσεις να πεις κακιά λέξη, γιατί άντε!
-καλά, καλά, άκου το τραγούδι τώρα και σώπα...