BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Διάφανα τα όνειρα μας και σε ποιες λέξεις να σε κρύψω;


Κρατούσε το στυλό και το γυρνούσε νευρικά ανάμεσα στα δάχτυλα της. Προσπαθούσε να βάλει τις λέξεις που κατέκλυζαν τη σκέψη της σε μια τάξη. Προσπαθούσε το μελάνι να αποτυπώσει αληθινά τις σκέψεις τις στο λευκό χαρτί. Η Αλίκη είχε ανάγκη να μοιράσει το βάρος αυτών που ένιωθε, να ξεφορτώσει λίγο από το βάρος στο χαρτί. Όλα αυτά σε ένα γράμμα. Σε ένα γράμμα που δεν είχε ακόμα αποφασίσει αν θα έστελνε…

«Αγάπη μου,

Πόσο παράξενα όμορφο ακούγεται να σε φωνάζω «αγάπη μου». Πόσο παράξενο είναι να το γράφω στο χαρτί και να ξέρω πως απευθύνομαι σε σένα. Θα θελα μια φορά, μόνο μια φορά να μπορέσω να το πω μπροστά σου, να στο ψιθυρίσω: αγάπη μου.
Κάνω ότι είναι δυνατόν ώστε να μην σε ενοχλεί η αγάπη μου. Σε κοιτάζω κρυφά, σου χαμογελάω όταν δε με βλέπεις. Με το βλέμμα και την καρδιά μου φτάνω όπου θα ήθελα να σε φιλήσω: στα μαλλιά σου, στο μέτωπο, στα μάτια, στα χείλη… οπουδήποτε τα χάδια μου θα μπορούσαν ελεύθερα να φτάσουν. Σε ανασαίνω ζωή μου… Φορές νομίζω, πως δεν υπήρχα πριν από σένα… Ξέρεις, η αγάπη όπως λέει και το τραγούδι..
Τρέλα είναι, που γίνεται φως…  Η τρέλα μου, το φως μου… Εσύ…
Πάντα, ΕΣΥ… Είσαι μέσα μου…
Επικαλούμαι τη σκέψη σου και χαμογελάω..
Έστω για λίγες στιγμές..
Είσαι μάτια μου για μένα, το δικό μου παραμύθι…
Γραμμένο με υγρασία τόση, που αφυδάτωση θαρρώ είχα πάθει
μέχρι να το ζωγραφίσω ολόκληρο..
Με έχεις απορροφήσει ολοκληρωτικά…
Πες μου αλήθεια πως μπορώ να μην ανασαίνω για σένα;
Να μη σε σκέφτομαι; Να μη σε νοιάζομαι;
Να μην σ’ αγαπάω;
Η σκέψη σου κυριαρχεί στη σκέψη μου..
Η φιγούρα σου στο βλέμμα μου..
Τα χάδια σου στο αίμα μου…
Σαν ταξίδι μακρινό κι ανάστροφο..
Στο απείθαρχο όνειρο... στο αχανές μέλλον…
Σαν ευλογία, σαν αμαρτία..
Αναριγώ στη σκέψη σου..
Στο κάθε μικρό ή μεγάλο άγγιγμα σου..  
Στην κάθε σου λέξη.. Και στο βλέμμα σου..
Το γυμνό και τόσο διάφανο..
Σε αγκαλιάζω… Σου μιλάω…
Για στίχους και χτύπους..
Για σφυγμούς και αισθήματα άναρχα…
Ψυχή μου…
Διάφανα τα όνειρα μας και σε ποιες λέξεις να σε κρύψω;
Δηλώνω στο ταβάνι μου πως δεν θέλω άλλα δράματα.
Σταυρώνω τα χέρια μου, νωχελικά ορκίζομαι πως δεν υπήρξες. Η μνήμη μου όμως δελεάζεται απ' όλα εκείνα που δεν ζήσαμε. Κολλάει μέλι στο γρανάζι της λήθης. Διαρκής ολίσθηση από τις μεγαλοστομίες μου. Κι έτσι πάνω στον όρκο της γυναίκας που ξέχασε, το παιδάκι που του έκλεψαν το μπαλόνι νικάει θριαμβευτικά. Έρωτας που κάνει κρότο και πιάνει χώρο κι ας χτυπάει μέσα μου η περηφάνια του ανθρώπου που κλειδώνει ό,τι πραγματικά τον πονά…
Δε φταις εσύ…



Ξεκόλλησε το στυλό από το χαρτί. Μια γραφή, μια ανάσα. Δεν τόλμησε να διαβάσει δεύτερη φορά όσα είχε γράψει. Άρπαξε ένα λευκό φάκελο από το συρτάρι, δίπλωσε στα δυο το χαρτί και το έβαλε μέσα. Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου της, ανακάτεψε μερικά χαρτιά και το έκρυψε εκεί. Ανάσανε βαθιά και σωριάστηκε στην μεγάλη πολυθρόνα. Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να σιγοτραγουδά μερικούς στίχους… «Να μ’ έχεις στο νου σου, στην άκρη τ’ ουρανού σου, μην ξεχνάς, για λόγους δικούς και σώμα και ψυχή μου κυβερνάς…»

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

με μια μόνο κουβέντα...


ένα ακόμη απόσπασμα από το δακρύβρεχτο σήριαλ:
"Ο Αλέξης βρισκόταν ήδη στην εξώπορτα και χτυπούσε το κουδούνι. Η Αλίκη κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα. «Είσαι έτοιμη Αλικάκι μου;», της χαμογέλασε ο Αλέξης! «Έτοιμη είμαι. Αλλά γιατί τα γλυκόλογα; Γιατί με καλοπιάνεις; Τι έχεις ετοιμάσει πάλι; Ε;»,ρώτησε η Αλίκη. «Ε, ξέρεις, εεε… μη θυμώσεις…». «Γιατί να θυμώσω;». «Θα έρθει μαζί μας κι ο Ορέστης». «Πριν αρχίσεις να φωνάζεις να σου πω ότι δεν φταίω εγώ. Δεν μπορούσα να του πω όχι».
Κατσούφιασε η Αλίκη. Όχι πως δεν ήθελε να τον δει, πάντα ήθελε, αλλά αυτό το βράδυ ήθελε να χαλαρώσει λιγάκι, να ξεχαστεί και να ηρεμήσει η σκέψη της. «Καλά, ας είναι. Βράδυ είναι θα περάσει», είπε και χαμογέλασε στον Αλέξη που είχε κατεβάσει το κεφάλι. Έκλεισε την πόρτα πίσω της, τον έπιασε από το μπράτσο και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο.
Λίγη ώρα μετά είχαν φτάσει στο μπαράκι, το συνηθισμένο τους στέκι. Κόσμος πολύς, και η ζέστη ασφυκτική. Η αυγουστιάτικη πανσέληνος όμως αποζημίωνε και με το παραπάνω. Η Αλίκη κι ο Αλέξης πιασμένοι αγκαζέ και με μια φλύαρη διάθεση ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του μαγαζιού, χαιρέτησαν τον πορτιέρη και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό. Ο Ορέστης καθόταν ήδη σε ένα τραπεζάκι που είχε θέα ολόκληρη την Αθήνα. Δίπλα του καθόταν ο Βασίλης, ο καλύτερος του φίλος. Η Αλίκη για μια στιγμή κοντοστάθηκε και μουρμούρισε στο αυτί του Αλέξη: «Δεν μου είπες ότι θα ‘ρθει μόνο ο Ορέστης;». Ο Αλέξης κάνοντας πως δεν ακούει χαιρέτησε τον αδερφό του και τον Βασίλη και κάθισε στο καναπεδάκι. Η Αλίκη για λίγο κοντοστάθηκε. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό της να φύγει, αλλά τελικά καλησπέρισε τους δυο φίλους και κάθισε κι εκείνη δίπλα στον Αλέξη.
Η βραδιά κυλούσε χαλαρά, το αλκοόλ τους είχε χαλαρώσει όλους. Η Αλίκη περνούσε όμορφα τελικά, τόσο όμορφα που σχεδόν είχε ξεχάσει τη σύντομη περιπέτεια της με το Βασίλη πριν 2 χρόνια. Ο Βασίλης ήταν γιατρός, πολύ έξυπνος, κοινωνικός και με χιούμορ, και βέβαια ο καλύτερος φίλος του Ορέστη. Κάποιο καλοκαιρινό βράδυ λοιπόν που είχαν βγει οι δυο τους με την Αλίκη, ξεκίνησε μια μικρή περιπέτεια από ένα φιλί δίπλα στη θάλασσα. Μια βδομάδα κράτησε αυτό το μπέρδεμα και η Αλίκη το σταμάτησε. Δεν ήξερε γιατί ξεκίνησε, απλά έπρεπε να το σταματήσει. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα το σχολίαζε όλο αυτό ο Ορέστης. Λες να ζήλευε; Έστω λίγο; Γέλασε και μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Ο Ορέστης δεν ζήλευε. Ποτέ και για τίποτα. Ήταν σίγουρη πως δεν είχε νιώσει ποτέ αυτό το συναίσθημα.
Η βραδιά συνεχιζόταν ευχάριστα, τα ποτήρια συνεχώς γέμιζαν και τα κερασμένα σφηνάκια πήγαιναν και ερχόντουσαν στο τραπέζι. Η παρέα μιλούσε και γελούσε χωρίς σταματημό. Και εκεί πάνω σε όλο αυτό το χαρούμενο κλίμα, η Αλίκη πάγωσε. Ένιωσε τα άκρα της να μουδιάζουν και το μυαλό της να σταματά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως μπόρεσε να πει κάτι τέτοιο ο Ορέστης. Δεν μπορεί να θυμηθεί καν πως ήταν η ακριβής πρόταση του. Πάντως το νόημα της πρότασης του ήταν ξεκάθαρο. Εκείνη και ο Βασίλης έκαναν κάτι. Όχι δεν την πείραξε μόνο απλά που το ανέφερε. Το ανέφερε όμως σαν κάτι χυδαίο. Και για πιο λόγο έπρεπε να το αναφέρει;
Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν μίλησε. Ο Αλέξης σηκώθηκε και έφυγε από το τραπέζι. Ο Βασίλης δεν μίλησε, δεν έκανε ούτε ένα σχόλιο, δεν απεύθυνε στον Ορέστη ούτε καν την απλή ερώτηση, γιατί τον ενδιέφερε τόσο τι έκαναν εκείνος και η Αλίκη.
Κι η Αλίκη που το βλέμμα της είχε καρφωθεί στα μάτια του Ορέστη δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα. Το πρόσωπο της που πριν λίγα λεπτά ήταν χαμογελαστό λες και είχε πετρώσει. Και στο μυαλό της ούτε μια σκέψη.
Ο Ορέστης όμως μάλλον κατάλαβε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και κάθισε στο καναπεδάκι δίπλα στην Αλίκη. Άπλωσε τα χέρια, την αγκάλιασε από τους ώμους και την τράβηξε πάνω του. Τα χείλη του ακούμπησαν κοντά στο μέτωπο της και το συγνώμη μπερδεύτηκε μέσα στα μαλλιά της Αλίκης. Μπορούσε τόσο εύκολα να την διαλύσει με μια μόνο κουβέντα. Κι όμως τόσο απλά να την κάνει να ξεχάσει τα σπασμένα κομμάτια, μόνο με μια αγκαλιά.