BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

λίγο ακόμα... "πανηγύρι"


 Για λίγο καιρό νόμιζα πως μου τέλειωσε η έμπνευση... αλλά τελικά όχι.Δεν θα γλιτώσετε... Λίγο ακόμα από το γνωστό σήριαλ...

"Η Αλίκη ετοίμαστηκε γρήγορα.Πέταξε μέσα στο σάκο της το μαγιό, μια πετσέτα και μια αλλαξιά ρούχα για το βράδυ και ήταν έτοιμη. Οι άλλοι δυο την περίμεναν έξω από την πόρτα του κήπου μέσα στον παλιό μαύρο "σκαραβαίο". Πέταξε το σάκο στο πορτ μπαγκαζ και ξεκίνησαν.  Δεν είχαν προγραμματίσει αυτή την μικρή εκδρομή. Ο Αλέξης πέταξε την ιδέα κι ο Ορέστης απλώς συμφώνησε- δεν είχε άλλωστε να κάνει και τίποτε καλύτερο. Πως χώρεσε σε όλο αυτό κι η Αλίκη δεν κατάλαβε κανείς. Κάτα κάποια σατανική σύμπτωση είχαν ξεμείνει και οι τρεις τους χωρίς να έχουν κανονίσει τίποτε για το 3ήμερο. Από μια άδεια λοιπόν Αθήνα - παραμονές 15 Αύγουστος- ξεκίνησαν για το χωριό τον αγοριών με μια μικρή στάση όμως λίγο πριν για μια βουτιά στη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν απόλυτα ήρεμη, το νερό ζεστο κι η παραλία σχεδόν άδεια από κόσμο. Έκατσαν στην άμμο μέχρι να στεγνώσουν κι έπειτα ξεκίνησαν πάλι για το χωριό. Η διαδρομή ήταν γεμάτη στροφές κι Αλίκη ήταν συνεχώς ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα. Όλα γύριζαν γύρω της.
Έφτασαν στο χωριό μετά από λίγη ώρα. Ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριουδάκι  κοντά στο Ναύπλιο. Ανέβηκαν τη σκάλα του σπιτιού φορτωμένοι με πράγματα κι ο Αλέξης άνοιξε την παλιά ξύλινη πόρτα. Το σπίτι ήταν παλιό μα πολύ προσεγμένο και καθαρό. Μια γειτόνισσα είχε αναλάβει την περιποίηση του σπιτιού για να βρίσκεται πάντα σε καλή κατάσταση. Είχε ειδοποιήσει ο Αλέξης τελευταία στιγμή πως θα έρχονταν, κι όλα ήταν έτοιμα. Καθαρά σεντόνια, ζεστό νερό, και φυσικά το τραπέζι στρωμένο και φαγητό μαγειρεμμένο να τους περιμένει.
Το κολύμπι στη θάλασσα τους είχε ανοίξει την όρεξη και κάθησαν κι οι τρεις αμέσως στο τραπέζι. ο Ορέστης πείραζε τον Αλέξη γιατο πόσο γρήγορα τρώει και η Αλίκη γελούσε. Πραγματικά γελούσε με την ψυχή της.
Η ώρα περνούσε κι έπρεπε να ετοιμαστούν για το πανηγύρι. θα περνούσαν από το σπίτι κάποιοι παιδικοί φίλοι από το χωριό για να πάνε όλοι μαζί. η παρέα έφτασε και όλοι μαζί περπατώντας έφτασαν μέχρι την πλατεία του χωριού που είχε στήθει ήδη το γλέντι. Τεράστιες ουρές από τραπέζια το ένα δίπλαστο άλλο κάλυπταν όλη την πλατεία αλλά και τους γύρω δρόμους, και στο κέντρο μια μεγάλη σκηνή με τους οργανοπαίχτες και τους τραγουδιστές. τα καλαματιανά, τα τσάμικα και τα νησιωτικά είχαν ξεσηκώσει μικρούς και μεγάλους και η πίστα έμοιαζε έτοιμη να βυθιστεί.
Η παρέα κάθισε σε ένα μεγάλο τραπέζι σχεδόν μπροστά στην πίστα. Τα αγόρια έβαλαν την Αλίκη να καθίσει ανάμεσά τους. Τα ποτήρια γέμισαν κρασί και ουίσκι και τα στην υγεία μας έδιναν κι έπερναν. Η Αλίκη δεν ήξερε σχεδόν κανένα εκτός από μια φίλη των αγοριών. Δεν την ένοιαζε τίποτα ομως. Καθόταν δίπλα στον Ορέστη που της γέμιζε το ποτήρι και την ρωτούσε τι άλλο θα ήθελε. Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί, τρελαινόταν να τον βλέπει να την νοιάζεται και να την προσέχει, έστω κι αν αυτό κρατούσε μόνο μερικά λεπτά ή και δευτερόλεπτα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη της κι Ορέστης είχε γυρίσει και μιλούσε με μια κοπέλα που καθησε δίπλα του. Μιλούσε αρκέτη ώρα. Η Αλίκη στην αρχή σκέφτηκε να αδιαφορήσει. Άλλωστε τι του ήταν η Αλίκη του Ορέστη; Τίποτα, ουτε καν φίλη. Η ώρα περνούσε όμως κι εκείνη άρχιζε να μην μπορεί να κάτσει στην καρέκλα, στριφογυρνούσε πότε από δω και πότε από κει. Κι εκείνος συνέχιζε τη συζήτηση και τα χαζογελάκια με εκείνη την κοπέλα. Ζήλευε. Ζήλευε τόσο η Αλίκη που αν δεν σηκωνόταν εκείνη τη στιγμή να χορέψει μαζί με τους άλλους που την τράβηξαν απ'το χέρι, θα έπιανε την άδεια πλαστική καρέκλα από δίπλα της και θα την προσγείωνε πάνω στο κεφάλι του Ορέστη.
Ευτυχώς όμως χόρεψε μαζί με τους υπόλοιπους για ώρα και ξεχάστηκε και ξεθύμανε κάπως η ζήλεια που της έτρωγε τα σωθηκα. Όταν πια κουράστηκε από το χορό κάθησε πάλι στο τραπέζι αλλά όχι στην ίδια θέση. Κάθισε μαζί με κάποια κορίτσια που γνώρισε λιγό πιο πέρα. Κι ούτε που γύρισε να ξανακοιτάξει τον Ορέστη. Ευτυχώς που ο εγωισμός της την σώζει από το να γίνεται εντελώς σκουπίδι για χάρη του. Κι αυτή η ζήλεια της; Γιατί της μιλάει; Γιατί χαχανίζει μαζί της; Τι σε νοιάζει Αλίκη; Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ;
μα ένα άγγιγμα πίσω στον ώμο της σταμάτησε κάθε της σκέψη. ¨Ηταν ο Ορέστης. "Γιατί ήρθες και κάθησες εδώ;"τη ρώτησε γλυκά. "Έτσι", απάντησε εκείνη με το γνωστό παιδιάστικο κατσούφικο ύφος. "Έλα σήκω να πάμε να κάτσεις στη θέση σου". "Όχι θα κάτσω εδώ". "Αλίκη σήκω. Έλα σε παρακαλώ".   Κι εκείνη σηκώθηκε. Την έπιασε από το χέρι και κάθησαν ξανά στις θέσεις τους. Τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη. Δεν έβλεπε πάλι τίποτε μπροστά της μόνο πεταλούδες. Πορτοκαλί πεταλούδες. Την έκανε ότι ήθελε εκείνος. Δεν μπορούσε να του πει όχι σε τίποτα. Έβαλε το χέρι του στο πίσω μέρος της καρέκλας της και την αγκάλιασε. Την καρέκλα, όχι την Αλίκη."

συνεχίζεται...








Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Φτηνά τσιγάρα...

Με αφορμή την επαναπροβολή της ταινίας στους κινηματογράφους , ένα μίκρο απόσπασμα από την ταινία:

"Θα 'θελα τόσο πολύ να σ' εντυπωσίασω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη σαν μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν΄αρχίσω, ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα: είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό κι άγριο πράγμα του κόσμου...στιγμές. Όταν έχω αυτό τον ξαφνικό πόθο να πετάξω και δεν έχω που να πετ...άξω...κρύβομαι στη συλλογή μου, γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές...τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές...σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια λόγια...Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι απ' αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα"(ΡΕΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ)