BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

μια κάλτσα γκρι...

 Λίγο ακόμα Αρλεκιν...

" Δεν ήξερε που να καθίσει. Δεν ήξερε πως να καθίσει. Κάθισε τελικά στον γωνιακό καναπέ. Στην μια άκρη. Οι αλλοι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, η ταινία είχε ξεκινησει, και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λεπτό. 
Εκείνος καθόταν στην γωνία του καναπέ, φορούσε μια μπλε φόρμα και είχε ξαπλώσει άνετα με ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι. Είχαν αφήσει τα πατατάκια πάνω στο τραπεζάκι, τα ποπ κορν και ένα μπουκάλι κοκα κόλα. Εκείνη κάθισε στον καναπέ, πήρε ένα μαξιλάρι αγκαλιά, και προσπάθησε να χαλαρώσει. Δεν ήξερε καν αν ήθελε να δει την ταινία. Μπα. Σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να δει ταινία. Μα γιατί πήγε;
" Θες να σου βάλω κάτι να πιεις"; Διέκοψε τις σκέψεις τις η φωνή του Ορέστη. Ε, ναι. "Λίγο νερό", του απάντησε νευρικά. Σηκώθηκε ηρεμα, έφτασε στην κουζίνα, γεμισε το ποτήρι και της το έδωσε. Κάθισε παλι πίσω στον καναπε κι εψαχνε να βρει το μαξιλάρι. Αφού βολεύτηκε και πάλι στη γωνία, γύρισε και την κοίταξε και της είπε: "Γιατί δεν βγάζεις τα παπούτσια; Βγάλε τα παπούτσια να χαλαρώσεις". Το σκέφτηκε γα λίγο. Έλυσε τα κορδόνια τελικά και τα έβγαλε. Ανέβαδε τα πόδια της στο πλάι και έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.Νύσταζε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έπαιρνε ο ύπνος. Ίσως και όχι. 
Ο Ορέστης βρισκόταν 10 εκατοστά μακριά της. Εντάξει όχι ακριβώς μακριά της, το δεξί του χέρι, και το αριστερό της πόδι, ναι αυτό με τη γκρι καλτσα, τα χώριζαν 10 εκατοστά. Να, τώρα. Τι περίεργες σκέψεις κάνει πάλι; Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό; Αν μετακινούσε λίγο το πόδι της και αν μετακινούσε κι εκείνος λίγο το χέρι του, θα άγγιζαν ο ένας τον άλλο. Μα είναι πράγματα αυτά; Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια ανούσια πράγματα; Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ταινία. Γα την ακρίβεια ούτε που την ένοιαζε πια η ταινία. Ποια ταινία; Αν τη ρωτούσε κάποιος τώρα τι ταινία βλέπουν σίγουρα δεν ήξερε να απαντήσει. Εδώ και 27 λεπτα, τα μετρούσε με το ρολόι της, υπολόγιζε με ακρίβεια χιλιοστού, πόσα χιλιοστά πρέπει να μετακινήσει το πόδι της για να αγγίξει το χέρι του.
Κοιτούσε με το δεξί μάτι την οθόνη της τηλεόρασης και με το αριστερό το χέρι του Ορέστη.
 Εκείνος προσηλωμένος στην ταινία, ανασηκωνόταν καθε λίγο για να πάρει ποπ κορν. Ήρεμος, χαλαρός, ανέκφραστος. Ή μάλλον αδιάβαστος. ναι αδιάβαστος. Ήταν ένας χαρακτηρισμός, ένα παρατσούκλι που είχε βγάλει στον Ορέστη, επειδή δεν μπορούσε να τον καταλάβει, να τον "διαβάσει".
Κοίταξε πάλι το ρολόι της, 39 λεπτά. Το ένα τρίτο της ταινίας είχε περάσει, δεν είχε δει ούτε ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής. Γύρισε και κοίταξε τη γκρι κάλτσα της. Λες και είχε καταραστεί το πόδι της σε πλήρη ακινησία. Δεν περνούσε καν από το μυαλό της να το μετακινήσει, και να μειώσει τα 10 εκατοστά που τους χώριζαν.
Γύρισε ξανά μπροστά της, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να ξεκινήσει να βλέπει την ταινία, έστω κι από την μέση. 
Και τότε τα φώτα της ταινίας μειώνονται, και το σαλόνι σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο, η μουσική γίνεται επιβλητική, κι εκείνη προσπαθεί να καταλάβει την υπόθεση.
Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή μηδενίζονται τα εκατοστά. Τα εκατοστά που χώριζαν την γκρι της κάλτσα και το χέρι του Ορέστη. Δεν τους χωρίζει τίποτα πια. Η γκρι της κάλτσα βρίσκεται εκεί που ήθελε εδω και και 59 λεπτά. Μέσα στην  παλάμη του Ορέστη. Την έχει αγκαλιάσει και σχεδόν τη σφίγγει. 
Αυτό ήταν.Πάει και η συγκέντρωση πάει και η ταινία. Ποιος νοιάζεται τώρα γι'αυτά; Ποιος νοιάζεται για την ταινια; Ποιος νοιάζεται ποιος είναι γύρω;
Μόνο για την γκρι κάλτσα. Μόνο για για τη γκρι κάλτσα. Μα έχεις δει πιο ευτυχισμένη κάλτσα; Ε, πες μου, έχεις ξαναδει;"

Αυτά που νιώθεις μέσα σου βαθειά, δεν τα αλλοιωνεις με χιλιωειπωμένες φράσεις. Τις αφήσεις να ρέουν μέσα σου, να σε πλυμμηρίζουν, να γίνονται φουρτούνες ολάκερες και τότε... Κάποτε ξεχοιλίζουν από τα ακροδάχτυλα σου. Κανουν την αφή σου αλλιώτική...





Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

στο πορτ μπαγκαζ


 Λίγο που είμαι 4 μέρες κλεισμένη στο σπίτι λόγω μιας αναθεματισμένης ίωσης, λίγο ότι στην παραζάλη του πυρετού πολλά μπορείς να γραψεις, λίγο που είχα πολύ καιρό να γράψω κάτι στο μπλογκ, είπα να ξαναπιάσω πάρι την ιστορία του ΑΡΛΕΚΙΝ. 
Παρακαλώ δείξτε επιείκια με τα ορθογραφικά γιατί δεν άντεχα να το ξαναδιαβασω :-) 

"...το αυτοκίνητο προχωρούσε ευκολα, έστριβε ήσυχα, ανέβαινε την ανηφόρα με ορμή κατέβαινε ήρεμα την ανηφόρα, χωρίς να τρέχει, χωρίς να βιάζεται. Ήξερε άλλωστε πολλά πολλά χρόνια την ίδια διαδρομή. Έμοιαζε σα να μη χρειάζεται τον οδηγό,σαν να προχωρούσε μονάχο. Το ραδιόφωνο έπαιζε μια γνωστή μελωδία, γνωστή και παλιά. Μια από τις μελωδίες που αγαπούσαν να σιγομουρμουρίζουν και οι δυο. Εκείνος οδήγούσε, μα δε σιγομουρμούριζε τη μελωδία. Έστριβε νευρικά το τσιγάρο αναμεσα στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Εκείνη καθισμένη στο πίσω κάθισμα κοιτούσε έξω από το παράθυρο. δεν έμοιαζε όμως να κοιτά, ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Άλλωστε πάντα της άρεσε αυτό, βόλτες με το αυτοκίνητο, μουσική στο ραδιόφωνο, και να χάνετε στο δικό της κόσμο. Μια μικρή λακούβα κι ενα τίναγμα του αυτοκινήτου την έβγαλαν από το βύθισμα της. Κοίταξε για λίγο τον καθρέφτη και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Χρόνια συνέβαινε αυτό. Αυτό. Εκείνη καθόταν στο πίσω κάθισμα, συνήθως στη μεριά πίσω από εκείνον και στη διαδρομή κάποιες φορές τα βλέμματα τους συναντιόντουσαν στον μικρό καθρεφτη του αυτοκινήτου.
 Πόσα ήξερε εκείνος ο καθρέφτης. Πόσα λόγια, πόσες σκέψεις, πόσα συγνώμη, πόσα σ'αγαπώ που ποτέ δεν βρήκαν ήχο. Ο καθρέφτης όμως ήταν εκεί χωρίς να μαρτυρά όλα όσα έβλεπε. Ποτέ δε μαρτυρούσε. Ο Αλέξης καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Κουρασμένος από το κολύμπι, γεμάτος αρμύρα είχε απλωθεί στην καρέκλα και είχε κλείσει τα μάτια, σαν να κοιμόταν. Δεν έδινε καμιά σημασία στους άλλους δυο. Ήθελε απλώς να γυρίσει σπίτι.
Το αυτοκίνητο επιτέλους σταμάτησε. Είχαν φτάσει. ο Αλέξης άνοιξε την πόρτα βαριεστημένα και άρχισε να μαζεύει τα πραγματα, πήρε το σάκο του, άνοιξε το πορτ μπαγκαζ πέταξε μια καληνύχυα και χάθηκε κλείνοντας με θόρυβο την εξώπορτα.
 Ο Ορέστης είχε μείνει ακίνητος στην καρέκλα. Έκανε μια τελευταία ρουφιξιά από το τσιγάρο και το πέταξε έξω από το παράθυρο. Έβγαλε τη ζώνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω από το αυτοκινητο. Μα ξαναγύρισε αμέσως. Σήκωσε το κάθισμα του αυτοκινήτου για να βγει κι εκείνη. Τον κοίταξε για λίγο, της έδωσε το χέρι του και την τράβηξε έξω από τοαυτοκίνητο. Πόσες χιλιάδες σκέψεις μπορεί να πέρασαν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο από το μυαλό της; Φοβόταν μα η ανάγκη ξεπερνά το φόβο. Μόλις στάθηκε και στα δυο της πόδια έξω από το αμάξι, δεν άφησε το χέρι του. Τον τράβηξε επάνω της και τον αγκάλιασε περνώντας τα χέρια της πίσω από το λαιμό του. Τα χείλη της ήταν δίπλα στο αυτί του. "Σ'αγαπώ τόσο πολύ. Τόσο...". Το είπε τόσο άτσαλα, λες και στραμπούληξε τη γλώσσα της εκείνη τη στιγμή. Τόσο άτσαλα. Και τότε το άκουσε. Το άκουσε. "Κι εγώ σ'αγαπάω". Τρεις λέξεις. Μόνο τρεις λέξεις. Πως γίνεται μόνο τρεις λέξεις να μπορούν να σου πάρουν το βάρος από την καρδιά;
 Εκείνη τραβήχτηκε λίγο πίσω. την κοίταξε με αυτό το βλέμμα, με αυτό το βλέμμα που κάθε φορά ένιωθε λες και διάβαζε το μυαλό της. Μπα, δεν το ένιωθε μόνο. Ήταν σίγουρη. Κάποιο μαγικό έκανε, και μπορούσε πάντα να την διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο, κι ας μη το παραδεχόταν ποτέ εκείνη.
 Τον αφησε και προχώρησε προς το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ. Τράβηξε το σακίδιο της και το πέρασε στους ώμους. Εμφανίστηκε ξανά μπροστά της. Έσκυψε για λίγο το κεφάλι σαν να έψαχνε κάτι να βρει στο δρόμο, κλώτσησε ένα σκουπιδάκι και... :"δεν βλέπεις τι νιώθω για σένα;". Αυτό είπε. Την κοίταξε, μα εκείνη τι μπορούσε να πει; Τι έπρεπε να πει; Δεν ήθελε να πει τίποτα. Και να ήθελε λέξη δεν έβγαινε από το στόμα της, σαν να ειχαν μουδιάσει τα χείλια της. Τα χείλια της που το μόνο που ήθελαν εκείνη τη στιγμή ήταν να φιλήσουν τα δικά του. Πως μπορούσε και συγκρατούσε τον εαυτό της από το να πηδηξει πάνω του και να μην ξεκολλήσει το στόμα της από το δικό του; Κι όμως αυτό έκανε. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από την ένταση, οι φλέβες χτυπούσαν δυνατά σαν ταμπούρλο. "καληνύχτα..." είπε δυνατά για να λύσει τα μάγια της στιγμής, και χάθηκε στο σκοτάδι..."