BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

αυτό που μας δένει εμάς























Μοιάζουν πια με στίχους από ποίημα.
 Μα δεν είναι.
η ανείπωτη ποίηση αυτών των φράσεων… των σιωπων μας εννοώ...
αναρωτιέμαι κάποιος φορές τι θα συνέβαινε αν οι σιωπές είχαν ήχο.
Αν μπορούσαμε να μιλήσουμε κανονικά.
ξέρεις όπως μιλούν οι άνθρωποι μεταξύ τους.
κανονικά, με γράμματα, λέξεις, φράσεις, προτάσεις.
Προτάσεις ολόκληρες, με γραμματική, σύνταξη, με υποκείμενο, ρήμα αντικείμενο.
δεν ξέρω αν οφείλεται στο  ότι υπήρξαν ή στο ότι δεν υπήρξαν στο αναμεταξύ μας…
οι προτάσεις εννοώ, τα λόγια...
Μιλήσαμε τελικά ή δεν μιλήσαμε;
τα είπαμε ή δεν τα είπαμε;
Είμαι σίγουρη, ή μπορεί και να μην είμαι,
αλλά μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, θυμάμαι μια φράση.
"Τα έχουμε πει".
ναι σίγουρα την έχω ακούσει αυτή την φράση.
πάντως ολόκληρη πρόταση δεν είναι τούτη.
λείπει το υποκείμενο δεν νομίζεις;
"Εμείς".
Πάντα έλειπε το "εμείς".
Μάλλον δεν έλειπε, πάντα κρυβόταν.
Ένα "εμείς" διάφανο, σχεδόν αόρατο.
Μα όμως είμαστε"εμείς", δεν είμαστε;
Εγώ κι εσύ εννοώ.
με καταλαβαίνεις, ετσι;
γιατί καμιά φορά φοβάμαι πως μπερδεύω με τα λόγια μου τους ανθρώπους.
ξέρεις άλλα θέλω να πω, κι άλλα καταλαβαίνουν.
Μπορεί γι'αυτό να είναι καλύτερα που δεν τις χρησιμοποιώ μαζί σου.
Τις λέξεις ντε, τις λέξεις λέω.
Σε μπέρδεψα πάλι;
Λοιπόν, πάμε από την αρχή;
Χωρίς λέξεις, έτσι; δεν είναι για μας οι λέξεις.
Ξέρεις οι λέξεις μπορεί να φτιάξουν μαγεία, μπορούν όμως -αν δεν ξέρεις πως απαλά να τοποθετήσεις τη μια δίπλα στην άλλη να την καταστρέψουν.
Ποια;
Τη μαγεία ντε. Τη μαγεία.
και δεν είμαστε σε αυτή την ηλικία, να ρισκάρουμε τέτοια πράγματα.
όχι δεν είμαστε.
Κι αν μια λάθος λέξη, μια λάθος φράση την καταστρέψει;
όχι σου λέω.
ξέχνα τις λέξεις.
δεν μας ταιριάζουν, ποτέ δεν μας ταίριαξαν.
Αγκάλιασε με.
αυτό μας δένει εμάς.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

η γρατζουνιά

























Τα τραγουδια, τα δύσκολα τραγούδια, συνεχιζουν να αυξανονται.
Τα ξέρεις, είναι τα τραγουδια που ζουν μεσα από καποιον.
Ελπιζω να εχεις ένα τετοιο τουλαχιστον που θα ζει μεσα από μενα.
Ένα τραγουδι να μυριζει εγω στην πρωτη του νοτα.
Κι ο,τι κι αν κανεις, κι όπου κι αν βρίσκεσαι να είναι το μυαλο σου, η καρδια σου και οι αισθησεις σου ολες σε μενα προσανατολισμενες. Για ένα ολόκληρο τραγούδι να μην μπορείς να σκεφτείς, να μην μπορείς να αισθανθείς να μην μπορείς να νιώσεις τίποτε άλλο, εκτός από μένα...
προσπαθώ να μαντέψω ποιο θα μπορούσε να είναι...
Τα τραγούδια λένε πάντα την αλήθεια... το πιστευεις;
ένιωσες ποτέ απέναντι σε άλλο άνθρωπο να ανατινάσεται η ψυχή σου;
να εκπέμπεις φως σαν αυτόφωτος πλανήτης;
Το ένιωσες;
Η αγάπη είναι αυτό που κρατά το συνειρμό, όταν κάθε λογική μοιάζει χαμένη.
δεν υπάρχει λογική μωρό μου...
ποτέ δεν υπήρξε ούτε σταγόνα λογικής... ποτέ δεν είχε θέση ανάμεσα μας.
Μου έρχεται στο μυαλό ένα παλιό τραγούδι... όχι δε θα στο πω.
 ένα τραγουδι να μυριζει ΕΣΥ στην πρωτη του νοτα. όχι δε θα στο πω.
κλεινω τα ματια μου και βλεπω ξανα τα χερια σου στον αερα να προσπαθουν να κανουν μια ρυθμικη κινηση.
Με κλείνεις στην αγκαλιά σου.
Σφιχτά με έκλεινες πάντα στην αγκαλιά σου.
όλα σου τα λόγια, τα μετέφραζες σε αγκαλιές.
Αχ, κι άλλο ένα τραγούδι παίζει μέσα στο κεφάλι μου.
 όχι ούτε αυτό θα σου το πω.
θα σε σφίξω δυνατά πάνω μου, και θα ψιλαφίσω το πίσω μέρος του κεφαλιού σου, χαμηλά εκεί που ενώνεται με το λαιμό. Να τη, τη βρήκα.
Η γρατζουνιά μου. Έχεις ακόμα τη γρατζουνά μου.
Χαμογελάω...
Κι όταν οι μουσικές σιγήσουν, όταν τα τραγούδια σταματήσουν να κάνουν συναυλία στο κεφάλι μου,
θα γλιστρήσω στην τσέπη σου και θα γίνω ένα μικρό σ΄αγαπώ.
Και θα με κουβαλάς για πάντα... εμένα και τη μικρή μου γρατζουνιά.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Κανένα πρόβλημα



Το φως του ήλιου έμπαινε από τις γρίλιες του παραθυρου. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, τα έτριψε νωχελικά με τους αντίχειρες της και τέντωσε προς τα πάνω τα χέρια της. Προσπάθησε να αντιληφθεί που βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένη τη μέση του σαλονιου, σε εναν καναπέ, χωρις σεντόνια χωρίς σκεπάσματα, μόνο με ένα μαξιλάρι. Πως βρεθηκε εκεί δεν θυμόταν καν... Είχαν πιει αρκετά το προηγουμενο βράδυ. Σηκώθηκε και πήγε προς την κουζίνα. ο Αλέξης καθόταν στον πάγκο της κουζίνας και της χαμογελούσε.
Καλημέρα Αλικάκι!, της είπε. Να φτιάξω καφε; Θες πρωινό;Πετάχτηκα και αγόρασα και κρουασάν σοκολάτα που σου αρέσουν!, είπε χαρούμενα ο Αλέξης. Μόνο λίγο καφέ Αλέξη μου, δεν μπορώ να φάω τίποτα, του απάντησε εκείνη. Γέμισε ο Αλέξης τις κόκκινε κούπες με καφέ από την καφετιέρα και τους σέρβιρε. κάθισαν αναπαυτικά στις καρέκλες του τραπεζιού, μα πριν προλάβουν να πιουν την πρώτη γουλιά μπήκε μέσα σαν σίφουνας ο Ορέστης. Πέταξε μια ξερή καλημέρα γέμισε μια κούπα καφέ και άρπαξε λαίμαργα ένα από τα κρουασάν, και στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα δίπλα στην Αλίκη. Οι άλλοι δυο τον κοίταξαν παράξενα. Δεν είπαν τίποτα.
 Τέλειωσε το πρωινό κι άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα για να φύγουν. Έφερε ο Αλέξης το αυτοκίνητο μπροστά στην είσοδο και άρχισαν να βάζουν τα πράγματα στο πορτ μπαγκαζ. Η Αλίκη είχε χωθεί ολόκληρη μεσ' το αυτοκίνητο για να τακτοποιησει τα σακίδια, όταν ο Ορέστης πέρασε από δίπλα της και κάτι της ψιθύρισε και στάθηκε να την κοιτάζει. Δεν είχε ακούσει ούτε μια λέξη, εκείνη. Σηκώθηκε όμως και γύρισε κοιτάζοντας τον τόσο έντονα, κι έμοιαζε να είχαν κάνει ολόκληρο διάλογο μεταξυ τους χωρίς να ανταλάξουν κουβέντα.
Ο Αλέξης είχε σταθεί στην είσοδο του σπιτιού και τους παρατηρούσε. Πρόχωρησε προς το μέρος τους και δεν άντεξε... "έχετε πολύ μεγάλο πρόβλημα και οι δυο σας, πολύ μεγάλο πρόβλημα σας λέω...", το ξεστόμισε μέσ' απ' τα δόντια του, πέταξε το σάκο στο αυτοκίνητο, και ξαναμπήκε στο σπίτι.
Κανείς δεν μίλησε, σαν κανείς να μην είπε τίποτα. Συνέχισαν το μάζεμα. Λέξεις στον αέρα, λες και δεν είχε απευθυνθεί σε εκείνους, ήταν σίγουροι πως δεν αφορούσε εκείνους το σχόλιο του Αλέξη. Γιατί άλλωστε; Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Αυτό δεν το λες πρόβλημα. Γιατί κάθε πρόβλημα έχει και μία λύση. Αυτοί δεν είχαν λύση, άρα δεν είχαν και πρόβλημα.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

θρυψαλάκια


και μετά από 4 περίπου μήνες, δεν πολυκατάλαβα πως μου συνέβει αλλά σήμερα ξαναβρήκα την έμπνευση μου... 


"Ήταν μέσα Ιουνίου, αρχές καλοκαιριού. Μια νύχτα γεμάτη αστέρια. Το φεγγάρι απών. Μα τόσα άστρα ήταν εκεί, τόσα άστρα μου έκαναν τη νύχτα μέρα. Είχε βγει η Αλίκη και επέστρεφε σπίτι οδηγώντας στην παραλιακή. Ήταν καθημερινή κι η λεωφόρος χωρίς αυτοκίνητα και εκείνη να απολάμβανει την ημερία της πόλης και τη μουσική. Το ραδιόφωνο έπαιζε παλιές επιτυχίες των 80's κι εκείνη τραγουδούσε δυνατά, όταν χτύπησε το κινητό που είχε παρατημένο στην άδεια θέση του συνοδηγού. Μήνυμα. Ήταν μήνυμα από τον Ορέστη. Η ώρα ήταν σχεδόν 12. Την ρωτούσε αν ήθελε να βρεθούν. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Αλίκης. Δάγκωσε νευρικά το χείλος της. Άναψε τα αλάρμ του αυτοκινήτου και πάρκαρε στην άκρη του δρόμου. Πληκτρολόγησε το μήνυμα και το έστειλε αμέσως.
 Μισή ώρα μετά βρισκόταν έξω από το σπίτι του. Εκείνος ήταν ήδη μπροστά στην εξώπορτα και την περίμενε. Μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο, και το πέταξε μπροστά του σβήνοντας το με το παπούτσι. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Έιπε ένα ξερό "γειά". 
"Που θες να πάμε;", τον ρώτησε εκείνη, αν και ήξερε την απάντηση. Είχε κατεβάσει το παράθυρο και το βραδινό αεράκι του χάιδευε το πρόσωπο. "Ας κάνουμε μια βόλτα ...", της είπε.
Ξεκίνησε λοιπόν η βόλτα, το ραδιόφωνο συνέχιζε να παίζει μπαλάντες των 80's, κι εκείνος είχε περάσει το χέρι του πίσω από το κάθισμα της, την αγκάλιαζε σχεδόν. Πέρασε το χέρι του πίσω από τα μαλλιά της, την χάιδεψε απαλά στο λαιμό. Γύρισε και τον κοίταξε, με ένα βλέμμα φοβισμένο, σαν να τον εκλιπαρούσε να σταματήσει. Σαν να τον τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα, τράβηξε το χέρι του και γύρισε το βλέμμα του μπροστά, στην ευθεία του δρόμου.
Δεν είχε περάσει πολύ ωρά από την στιγμή που ξεκίνησαν, όταν της είπε να σταματήσει σε ένα περίπτερο. Κατέβηκε, αγόρασε τσιγάρα, έναν πορτοκαλί αναπτήρα και ένα μπουκαλάκι νερό. Μπήκε ξανά μέσα στο αυτοκινητο, και της είπε πως κουράστηκε να γυρίζουν γύρω γύρω. Ήθελε να πάνε κάπου να καθίσουν με το αυτοκίνητο.
Ήξερε που θα πήγαινε η Αλίκη, ήξερε και τη συνέχεια του έργου.
Έφτασαν μετά από λίγη ώρα, πάρκαραν, και έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Ο Ορέστης άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε. Άναψε ένα τσιγάρο με τον πορτοκαλί αναπτήρα, και ακούμπησε στο καπό. Εκείνη έμεινε καθισμένη τυλιγμένη ακόμα με τη ζώνη του αυτοκινήτου. Την κρατούσε λες και θα την γλίτωνε από αυτό που ερχόταν καταπάνω της. Τίποτε δεν επρόκειτο να την γλιτώσει, ήξερε καλά τη συνεχεια. Σήκωσε το χέρι της και πίεσε το κλιπ της ζώνης, και με μια κίνηση την αφαίρεσε. Δεν σηκώθηκε όμως από τη θέση της. Περίμενε. 
Δεν πέρασε ένα λεπτό κι εκείνος σηκώθηκε από το καπώ. Πέταξε το τσιγάρο και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. Την κοίταξε μ' ένα βλέμμα θολό, την άρπαξε από τους ώμους και τη φίλησε μ' όση δύναμη είχε. Την ξάφνιασε. Πέρασε τα χέρια του από τους ώμους στο λαιμό της κι από εκεί τα έμπλεξε μέσα στα μαλλιά της. Δεν ξεκολλούσε τα χείλη του από τα δικά της. Η Αλίκη είχε παραλύσει. Όχι πως ήταν η πρώτη φορά που την φιλούσε, όχι πως ήταν κατι διαφορετικό από όλες τις άλλες φορές, αλλά να... κάθε φορά της έμοιαζε μαγική. Κάθε φορά νόμιζε ότι έβλεπε χρυσόσκονη να πέφτει γυρω της παντού, και άκουγε μουσική, ναι μουσική αληθινά. Μπορεί να ήταν το τέμπο από την καρδιά της που κάθε φορά έμοιαζε πως θα ξεχαρβαλωθεί από το τρελό χτύπημα. 
"Πάμε να κάτσουμε στο πίσω κάθισμα;", της ψιθύρισε ξαφνικά στο αυτί. 
Δεν το σκέφτηκε, σηκώθηκε σαν υπνωτισμένη και κάθισαν πίσω. 
Τα χέρια του μπλέχτηκαν ξανά στα μαλλιά της, θεε μου πόση ευτυχία μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
Και τα χερια πέρασαν στο λαιμό, και στους ώμους και...
Η Αλίκη τραβήχτηκε από πάνω του. Σαν κάποιος να της έκοψε το όνειρο. 
"Δεν θέλω", του είπε, "όχι, έχω ανάγκη μόνο για αγκαλιές και φιλιά πολλά φιλιά...". Τον κοίταξε στα μάτια σχεδόν ικετευτικά. 
"Αν δεν θες, τότε θα φύγουμε... και δεν έχει ούτε αγκαλιές ούτε φιλιά...", της είπε ξερά.
Αυτό ήταν.
Κι έπειτα πάγωσε ο χρόνος, σβήστηκε ο χρόνος, σβήστηκε η μνήμη, χάθηκαν όλα.
Πόσες ώρες είχαν περάσει; Είχε ξημερώσει.Βρέθηκε να κάθεται στο πάτωμα του υπνοδωματίου της, στριμωγμένη στη γωνία. Ήθελε να εξαφανιστεί, να κάνει τα μαγικά της και να χαθεί να μη σκέφτεται να μην πονάει. Πως γίνεται να πονάει τόσο πολύ χωρίς να έχεις ματώσει πουθενά; 
Θρύψαλλα και σκόνη παντού. Πως γίνεται μια μικρή ανθρώπινη καρδιά να σήκωσε τόσο μεγάλο σύννεφο σκόνης; Μια μικρή ανθρώπινη καρδιά, τόσα εκατομύρια μικρά θρυψαλλάκια... "