<object width="480" height="385">
-Έμπνευση!
-Τι;
-Έμπνευση παιδί μου, έμπνευση!
- Εσύ κι η Βίσση με αυτή την έμπνευση! Για πες μας! Τι σκαρφίστηκες πάλι, ρε;
- Δεν σκαρφίστηκα, άκου σκαρφίστηκα! Εμπνεύστηκα παιδάκι μου!
- Μμμμμ… πάλι με αυτά τα μελοδραματικά σου!
- Ρε άντε χάσου!
- Ε, αφού σε ξέρω! Σε έχει βαρέσει η άνοιξη κατακούτελα! Σιρόπια, μέλια και τα λοιπά…
-Ε, καλά, αφού βαριέσαι, δεν σου διαβάζω τίποτα!
- Μα, δεν είπα ότι δεν θέλω να ακούσω…
-Ε, τι με ζαλίζεις τότε με τη πολυλογία σου; Ε; Θες να ακούσεις, ή όχι;
-Θέλω, θέλω!
-Ε, κλείστο το ρημάδι, κι άκου!
Μετά την τελευταία στροφή φάνηκε μπροστά τους η θάλασσα. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο στο δρόμο, παράλληλα με την αμμουδιά. Πήραν μαζί τους τα πράγματα και άρχιζαν να κατηφορίζουν στην παραλία. Σταμάτησαν, λίγο πριν την θάλασσα κι άφησαν τα πράγματα στην αρχή ενός τεράστιου βράχου. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, η συννεφιά απειλητική και φαινόταν πως από στιγμή σε στιγμή ερχόταν μπόρα. Ποιος σκέφτηκε να έρθουν για μπάνιο τέτοια μέρα; Εκείνη κρύωνε. Καθόταν και κοιτούσε τη θάλασσα αναποφάσιστη. Κι εκείνος, σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει προς το νερό, και στο τέλος βούτηξε. Τον ακολούθησε. Τον ακολούθησε κι ας κρύωνε. Μια βουτιά μονάχα κι αμέσως βγήκε έξω. Τυλίχτηκε με την πετσέτα και τα δόντια της χτυπούσαν νευρικά από το κρύο. Τα χείλια της είχαν γίνει μπλε. Έκατσε στην άμμο, λύγισε τα γόνατα, τύλιξε δυο φορές την πετσέτα γύρω της, και το μόνο που φαινόταν πια ήταν το κεφάλι της. Επιτέλους, βγήκε κι εκείνος από το νερό. Άρπαξε μια πετσέτα, σκεπάστηκε και κάθισε πλάι της. Κάθισε, ούτε μακριά ούτε κοντά, σα να κρατούσε απόσταση ασφαλείας. Αντάλλαξαν κάποιο ανούσιο σχόλιο για τον καιρό, για το κρύο, για την ώρα, για το μέρος. Και τότε, λίγο μετά από όλη αυτή τη σαχλή κουβέντα, ο ήλιος άρχισε δειλά δειλά να κάνει την εμφάνιση του. Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει, όχι όμως κι η κουβέντα. Εκείνη ζεστάθηκε και τράβηξε την πετσέτα από τους ώμους, κι έπεσε να καλύπτει μέχρι την μέση της. Η κουβέντα είχε σταματήσει. Κοιτούσαν κι οι δυο τη θάλασσα αμίλητοι. Το χέρι του ακούμπησε στην μέση της. Την χάιδευε, τα δάχτυλα του απαλά άγγιζαν την μέση της. Πόση ώρα, πόση ώρα να διήρκησε αυτό; Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν γύρισε ούτε μια στιγμή. Ούτε σηκώθηκε να φύγει όμως. Συνέχιζε να κάθεται και να κάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα. Ή σαν να συμβαίνει κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Γιατί είχε πάει εκεί μαζί του; Έπρεπε να σηκωθεί να φύγει, να του πει να σταματήσει, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα της. Έπρεπε να σταματήσει, αλλά δεν ήθελε. Ήθελε να γυρίσει να του δώσει μια μπουνιά ή να τον φιλήσει; Να τον φιλήσει; Αν γυρνούσε τώρα και τον φιλούσε τι θα γινόταν; Αν θα γυρνούσε έτσι απότομα και του έδινε ένα φιλί τι θα έκανε; Αν… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Ο ήχος του κινητού ακούστηκε επιτακτικός, κι εκείνος τράβηξε το χέρι του από τη μέση της…»
- Πες μου τώρα πως δεν τελείωσε!
- Τελείωσε, αυτό ήταν.
- Καλά, έχεις βαλθεί να μου σπάσεις τα νεύρα!
- Γιατί ρε παιδάκι μου;
- Μα, κάθε φορά το κόβεις πάνω στο καλύτερο!
- Πιο καλύτερο μωρέ; Αφού και να μην χτυπούσε το κινητό πάλι δεν θα τον φιλούσε!
- Κι εσύ που το ξέρεις;
- Τι που το ξέρω ρε βλήμα, αφού εγώ το γράφω!
- Ναι, αλλά πρέπει να το εξελίξεις το θέμα.
- Δηλαδή;
- Στο επόμενο επεισόδιο πρέπει να φιληθούν!
- Ρε πας καλά; Δεν γράφω την Λάμψη!
- Με αυτά τα αποσπάσματα που διαβάζω θα μπορούσες και να την έγραφες! χα! χα!
- ΑΑΑΑΑ!!! Τόσο χάλια γράφω;;; Σε ευχαριστώ!
- Τόσο και χειρότερα!!! Αν το στείλεις στον ΑΝΤ1, σίγουρα θα σου προτείνουν να γράψεις σαπουνόπερα!!! χα! χα!
- Τι είπες;;; Άμα σε πιάσω στα χέρια μου θα δεις!!!!
- Βοήθειαααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!!
- Πάρε και τούτη πάρε και την άλλη!!!!!!!
- Ωχ!!!!!!!!!!!!!!!! Θα σε πλακώσω ξέρω kick boxing!!!
- Σιγά, σε φοβήθηκα! Ρε θα σου το ξεριζώσω το μαλλί!
- Μαμααααααααά!!!!!!!!!!!!!!!!!!!