BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

σαν νανούρισμα



















(Και το σήριαλ συνεχίζεται...)

Ξαπλωμένη ανάσκελα στον καναπέ της Ηλέκτρας, με το κεφάλι κρεμασμένο στην κάτω πλευρά και τα πόδια να ακουμπάνε στον τοίχο, η Αλίκη είχε τα μάτια κλειστά και σιγοτραγουδούσε τους στίχους ενός ρεφρεν. «Θα μου λερώσεις τον τοίχο και μετά θα σε δείρω», γκρίνιαξε η Ηλέκτρα. «Ωχ μωρέ Ηλέκτρα! Αμάν πια! Αφού δεν φοράω παπούτσια! Σταμάτα την γκρίνια!», αναστέναξε η Αλίκη. Σταμάτησε το τραγούδι, σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς το ραδιόφωνο. «Πάλι θα αλλάξεις σταθμό; Αλίκη δεν αντέχεσαι! Κάθε δέκα λεπτά αλλάζεις σταθμό! Θα χαλαρώσεις;». «Χαλαρή είμαι, απλώς δεν μου αρέσει ο σταθμός»!

Αναστέναξε η Ηλέκτρα και χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στην πολυθρόνα. Την ήξερε τόσα χρόνια την Αλίκη. Κάτι σκέπτεται, κι όταν κάτι την απασχολεί και δεν μπορεί να βρει λύση είναι ικανή να σπάσει τα νεύρα οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού βρίσκεται σε ακτίνα 20 μέτρων από εκείνη.
Ο σταθμός άλλαξε. Το τραγούδι μια από τις επιτυχίες της εποχής, μάλλον αστείο, αλλά η Αλίκη συνέχισε να το σιγομουρμουρίζει και ξάπλωσε ξανά στον καναπέ. Ήταν σχεδόν 9 το βράδυ, κάπου στα μέσα Ιουλίου και η ζέστη ήταν αφόρητη. Κλιματισμός δεν υπήρχε στο σπίτι της Ηλέκτρας, μόνο ένας ανεμιστήρας που έκανε περισσότερο θόρυβο από ότι δροσιά. Και τότε ακούστηκε ο ήχος του κινητού. Μήνυμα. Η Αλίκη συνέχισε να σιγομουρμουρίζει. Η Ηλέκτρα σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα, έπιασε το κινητό από το τραπεζάκι και το πέταξε στη φίλη της. « Καλά έχεις κουφαθεί; Μήνυμα έχεις», της φώναξε και συνέχισε προς την κουζίνα.
Νωχελικά άνοιξε το κινητό, πίεσε το κουμπί που το ξεκλειδώνει και έφτασε στα εισερχόμενα μηνύματα. Κοκάλωσε. Το μήνυμα ήταν από τον Ορέστη. Το άνοιξε. Το διάβασε. Το διάβασε ξανά. Έκλεισε το κινητό. Το περιεργάστηκε για λίγο και αμέσως το άνοιξε ξανά και διάβασε ξανά το μήνυμα. Άφησε το κινητό επάνω στον καναπέ και βγήκε στο μπαλκόνι. Έψαξε στα πράγματα της Ηλέκτρας και πήρε ένα τσιγάρο. Το άναψε το κράτησε άγαρμπα στο χέρι. Το ακούμπησε στα χείλη της και για δευτερόλεπτα δίστασε να το καπνίσει. Τελικά άφησε τον καπνό να μπει μέσα της κι αμέσως μετά άφησε τη μισοτελειωμένη γόπα στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στην καρέκλα. Μπήκε ξανά μέσα στο δωμάτιο και άρπαξε στα χέρια το κινητό.
«Θα έρθω» , έγραψε μόνο στο μήνυμα και το έστειλε.
Η Ηλέκτρα μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας δυο πιάτα γεμάτα μακαρονάδα αραμπιάτα, ήταν η σπεσιαλιτέ της. Τα ακούμπησε στο τραπεζάκι όταν είδε την Αλίκη καθισμένη στο πάτωμα να προσπαθεί να βρει τα πεταμένα κάτω από τον καναπέ μποτάκια της. «Τι κάνεις;»
«Φεύγω»,απάντησε η Αλίκη.
«Φεύγεις;  Με έβαλες να μαγειρέψω και τώρα φεύγεις; Είσαι με τα καλά σου παιδάκι μου;», νευρίασε η Ηλέκτρα.
«Πάω σπίτι. Θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή. Καληνύχτα». Λέγοντας καληνύχτα είχε φτάσει ήδη στη εξώπορτα. Η Ηλέκτρα δεν είπε τίποτε, μάλλον δεν πρόλαβε να πει τίποτε. Απλά αναστέναξε.
Η Αλίκη είχε μπει ήδη στο αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι. Το σπίτι του Ορέστη. Δεν είπε τίποτα στην Ηλέκτρα γιατί ντρεπόταν. Τι να της έλεγε δηλαδή; Ότι δεν έπρεπε να πάει εκεί το γνώριζε πολύ καλά. Φρενάρισε απότομα. Είχε φτάσει. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στην πίσω μεριά του σπιτιού.
Χτύπησε την πόρτα διστακτικά. Ο Ορέστης της άνοιξε αμέσως, την περίμενε. Η Αλίκη μπήκε μέσα σχεδόν σαν υπνωτισμένη. Το φως του σαλονιού ήταν κλειστό αλλά στο βάθος του διαδρόμου το φως της τηλεόρασης που ήταν ανοιχτή από το υπνοδωμάτιο φώτιζε μ’ ένα τόνο λευκό τα πάντα. Η Αλίκη είχε μείνει ασάλευτη μόλις ο Ορέστης έκλεισε την πόρτα πίσω της. Την άγγιξε απαλά στη μέση για να προχωρήσει προς το διάδρομο που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο. Εκείνη προχώρησε αργά, και λίγο πριν φτάσει στο υπνοδωμάτιο εκείνος που προχωρούσε ακριβώς πίσω της, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την έσφιξε απαλά πάνω του. Προχώρησαν έτσι αγκαλιασμένοι μέχρι το διπλό κρεββάτι. Ο Ορέστης την άφησε και έκατσε στο κρεββάτι. Η Αλίκη τον κοίταξε. «Λοιπόν ήρθα. Ζήτησες μια αγκαλιά για να μπορέσεις να κοιμηθείς. Μήπως θες και να σε νανουρίσω;», είπε λίγο ειρωνικά και συνέχιζε να τον κοιτά. Ο Ορέστης απλά χαμογέλασε. «Δεν μπορείς να κάτσεις στα καθαρά σεντόνια με το τζιν; Σωστά;».
Η Αλίκη σάστισε. «Θες να βγάλω το τζιν; Αστειεύεσαι, έτσι;».
«θα σου φέρω ένα σορτς», της είπε και σηκώθηκε από το κρεββάτι.
«Δεν έχει σημασία Ορέστη μην πας».
Το μόνο που είχε σημασία ήταν να χαθεί στην αγκαλιά του. Ξάπλωσε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και με το χέρι της να τον αγκαλιάζει σχεδόν κόλλησε πάνω του. Σα να είχαν κάνει έρωτα και να ξεκουραζόταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Αλλά δεν είχαν κάνει. Και τα λεπτά να περνάνε. Κι η ώρα τους να τελειώνει. Σε μια στιγμή να χάνεται… 

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

εγώ κι... εγώ




Αυτό που αισθάνεσαι, αυτό που νιώθεις θέλει ελευθερία έκφρασης και χώρου. Χρειάζεται αυτονομία για να μπορέσει να αναπνεύσει όταν το θέλει, κι όχι όποτε έμαθε και συνήθισε να θέλει.
Αφήνω τις λέξεις να ξεπλύνουν τα νοήματά τους, να καθαρίσει το μυαλό από τις αναμασημένες τροφές που συνοδεύονται με το κλασικό επιδόρπιο "εσύ δεν ξέρεις", πασπαλισμένο με αυθεντία. Θέλω να χρησιμοποιώ το δικό μου λεξικό, όπου το "συγνώμη" θα σημαίνει "συγνώμη" και το "σ' αγαπώ", σ' αγαπώ". Αηδιάζω με το ελαφρύ των φράσεων, το ελαφρύ της σημασίας τους. Παραείναι πολλά τα λόγια που τους λείπει λόγος ύπαρξης… Τώρα μιλάω γρήγορα… και μάλλον δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν έχει καμία σημασία. Αυτά που γράφω ο καθένας τα ερμηνεύει όπως νιώθει. Το καθετί διαφορετικό που έχει ο καθένας στο μυαλό του βρίσκει έστω και μια ταιριαστή λέξη σε αυτό που έχω γράψει.
 Κι εμείς (εγώ κι… εγώ) εξακολουθούμε να είμαστε λίγο περισσότεροι από έναν, μα σίγουρα λιγότεροι από δύο, διαφορετικά θα το καταλάβαινα κάθε φορά που ψεκάζω τον αέρα με ανέλπιδες, ρυτιδιασμένες αναπνοές γερασμένων εγωισμών . Εγκλωβισμένοι κι οι δυο (εγώ… κι εγώ) στον εγωισμό μας. Που μας έχει σώσει και μας έχει διαλύσει εξίσου… Να συγκρατώ και να αφήνομαι συγχρόνως.
Σ υ γ χ ρ ό ν ω ς. Στο εκεί ή στο εδώ. Στο κάπου, ας πούμε. Μόνο να συμπίπτουμε στους δείκτες.
Άρα, όταν εγώ είμαι 02:08...εσύ πόσο είσαι;

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

«Από ποιον ουρανό πέσαμε εδώ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;»



Το έχεις καταλάβει; Το έχεις άραγε ποτέ συνειδητοποιήσει; Το έχεις σκεφτεί λιγάκι; Αυτή η μηχανική κίνηση, η ίδια τόσες και τόσες φορές. Μια κίνηση απλή, κι όμως…μοναδική. Έχεις καταλάβει πόσο πολύ ταιριάζουν οι αγκαλιές μας; Πόσο απόλυτα ταιριάζουν; Σαν δυο μικρά κομματάκια από πάζλ που ενώνονται απόλυτα. Ταιριάζουν μοναδικά, δεν ψάχνουν να βρουν καμιά σωστή θέση, η σωστή θέση βρίσκεται από μόνη της σχεδόν μαγικά. Ξέρει ο ένας πως χωράει ακριβώς στην αγκαλιά του άλλου. Μια αγκαλιά σχεδόν πάντα με την ίδια δύναμη. Σφικτή, μα όχι ασφυκτική. Δυνατή, μα όχι πιεστική. Μια αγκαλιά γνώριμη, που γνωρίζει πάντα το δρόμο, χωρίς χάρτες, και χωρίς να χάνεται ποτέ. … Βαθαίνει η αγκαλιά σαν αγαπιέσαι... Η αγκαλιά που σταματάει το χρόνο. Που έχει μείνει ίδια όταν τα πάντα έχουν αλλάξει. Που θα είναι πάντα εκεί όταν δε θα έχει μείνει τίποτα…Έτσι είναι, μια αγκαλιά χωρίς λόγο… «Από ποιον ουρανό πέσαμε εδώ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;»>