BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

να έρχεσαι στον ύπνο μου...

Τώρα που μας χωρίζουνε βουνά
από λόγια αλόγιστα και θάλασσες
να έρχεσαι συχνά στον ύπνο μου
Να 'ρχεσαι πιο συχνά με
αερόστατο, με ξύλινο τρενάκι, με τρεχαντήρι, υπερωκεάνιο,
με τα πόδια...
να 'ρχεσαι πάντως
Εξάπαντος να 'ρχεσαι κάθε νύχτα
με ρούχα ή χωρίς
«Σουσάμι άνοιξε» θα λέω τρις
και θα σε μπάζω στ' όνειρο
Στο ίδιο όνειρο, πολύχρωμα μπαλόνια
που τα πήρε ο αέρας να τα πάει μακριά
μια πάνω
και μια κάτω μεθυσμένα
Έλα στον ύπνο μου, σε περιμένω
να καθαρίζουμε παρέα φρεσκα φασολάκια
να τρώμε καρμπονάρα,
να σε ταΐζω μενεξέδες, κουκουνάρια
και να σε πασπαλίζω φεγγαρόσκονη, θα δεις
Ανάμεσα σε ερωτιδείς κι αγγέλους να πετάς εσύ,
μαζί κι εγώ
Κι αν θέλεις θα γινόμαστε ακροβάτες,
ηθοποιοί σε θίασο πλανόδιο, έλα
Στο ίδιο όνειρο εμείς οι δυο να παίζουμε τρίλιζα
στα κατώφλια του καλοκαιριού
Σε πύργους από φίλντισι κι ακριβό βελούδο,
να κυνηγιόμαστε στο μυρωμένο λιβάδι των αισθήσεων,
των παραισθήσεων,
να σε φτάνω, να σ' αγγίζω,
να σε πιάνω
Να 'μαι τα χέρια εγώ κι εσύ το πιάνο
και να σε τραμπαλίζω
και να σου φτιάχνω κούνια σ' ανθισμένη κερασιά
να σε κουνώ, να σε ταρακουνώ

Μόνο να έρχεσαι στον ύπνο μου κάθε νύχτα

Τ' άλλα θα στα πω στ' αυτί
Γιατί τα όνειρα σαν τα θαύματα είναι
Βγαίνουν αληθινά μόνο αν τα πιστεύεις....



(Χρήστος Μπουλώτης)




Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

δικαίωμα στο όνειρο...


Πεθαίνουν τα όνειρα
μέσα στην εκπλήρωση
και μόνο εκείνα, τα άλλα,
που η τύχη ή έστω οι περιστάσεις
τους αρνήθηκαν την ύπαρξη,
εκείνα ζουν για πάντα.
Κι όταν καμιά φορά ξυπνάς τη νύχτα
τ'ακούς να πεταρίζουν μέσα σου,
τεράστια κι άγρυπνα.
Σαν τα δυστυχισμένα βλέφαρα των νεκρών.

Τ. Λειβαδίτης

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

για τη Μαρία...




Είναι κάτι στιγμές, τρυφερές και λεπτές,
σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι...


Ξέρεις, τελικά η ζωή δεν είναι μονάχα οι στιγμές που συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν… Περισσότερο είναι αυτές που μας επισκέπτονται χωρίς να το καταλάβουμε. Χτυπάνε την πόρτα, μπαίνουν διστακτικά μέσα, τις νιώθουμε να περνούν από δίπλα μας, τις ζούμε και πριν το καταλάβουμε χάνονται... Δηλαδή δεν χάνονται… πάντα υπάρχουν… φεύγουν κι έρχονται ξανά…Η ζωή εν τω μεταξύ αλλάζει, και οι στιγμές αλλάζουν... Λίγο λίγο, σιγά σιγά... Ξέρεις κάτι; Η στιγμή είναι ένα στιγμιαίο πάγωμα στον χρόνο, αρκεί να συνειδητοποιήσεις ότι έχει γίνει…. Είναι σαν να πάτησε φρένο η αιωνιότητα ή από την άλλη και όχι. Κανονικά δεν υπάρχει στιγμή, έτσι στον ενικό. Υπάρχουν στιγμές πληθυντικές. Υπάρχουν στιγμές που θα ήθελες να κρατήσουν για πάντα και υπάρχουν στιγμές που θα ήθελες να μην υπάρχουν, γεγονός που εύκολα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι στιγμές κάνουν πάντα του κεφαλιού τους… Όλων των κεφαλιών συγκεκριμένα... Κάποιες άλλες στιγμές που θα έπαιρνες όρκο ότι τις έχεις πλάσει εσύ, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, είναι το ψέμα σου, αλλά το έχεις βιώσει τόσο πολύ ώστε είναι πλέον η αλήθειά σου...
Κι όμως υπάρχουν κι οι στιγμές που είναι και αληθινές, πραγματικές και τόσο μα τόσο όμορφες… και τόσο απλές και τόσο σπουδαίες την ίδια στιγμή! Μαγικό δεν είναι; Μαγικό δεν είναι να έχεις γύρω σου ανθρώπους και να ζείτε μαζί αληθινές στιγμές; Σπουδαίες στιγμές που σε ενώνουν ακόμη πιο πολύ μαζί τους; Κι άνθρωποι που χαίρονται πραγματικά με τις δικές σου στιγμές, ακόμα κι αν δεν είναι εκεί να τις ζήσετε μαζί;
Στιγμές, όλη η ζωή στιγμές…μην κρατάς μόνο τις πολύ όμορφες, να κρατάς κι αυτές που είναι τόσο αληθινές…

 Είναι κάτι στιγμές,
σα μικρές πινελιές
ζωγραφιάς που δεν έχει τελειώσει,
λείπουν λίγα ακριβά
των χρωμάτων νερά,
για να δώσουν του τόπου τη γνώση…

 (13/6/2010)





Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

"...όλα τ'άλλα ηχούν μακριά...."

-Τρέχα!
- Γιατί ποιος μας κυνηγάει;
- Κανείς, βρε βλάκα!
-Ε, τότε γιατί να τρέξω;
- Να σου διαβάσω ένα μικρό κομματάκι από αυτό που γράφω!
- Σιγά το αριστούργημα ρε Παπακαλιάτη!
- Έλα, σταμάτα τις αρλούμπες και άκου!
- Ναι, ναι, μην χάσω τη συνέχεια του Άρλεκιν!
- γέλα, γέλα… όταν θα πουλήσω τα δικαιώματα της ταινίας μου στο  Χόλλυγουντ, θα σου πω εγώ!
-Σιγά μην πρωταγωνιστήσει και ο Brad Pitt! Άντε διάβαζε να τελειώνουμε!


«Κρατούσε την Ηλέκτρα από το μπράτσο. Ανέβαιναν  τα σκαλιά για να φτάσουν στο καλοκαιρινό μπαράκι. Ο Αλέξης ερχόταν από πίσω, με ένα λευκό παντελόνι και το μπλε Λακοστ με το γιακά σηκωμένο. Ακολουθούσε τα δυο κορίτσια, που δεν πήγαιναν σχεδόν πουθενά χωρίς να είναι κι εκείνος μαζί τους.  Κάποια στιγμή έφτασαν στην είσοδο, ο πορτιέρης κοίταξε λίγο περίεργα τον Αλέξη, και ρώτησε αν έχουν κάνει κράτηση.  Η Ηλέκτρα πέταξε ένα ξερό, «μας περιμένει η παρέα μας», έπιασε την Αλίκη από το μπράτσο και τον Αλέξη από το χέρι και μπήκαν μέσα. Το μπαράκι ήταν γεμάτο κόσμο και η ζέστη αφόρητη. Που θα έβρισκαν τους υπόλοιπους μέσα σε αυτό το χαμό; Η Αλίκη άρχισε να περπατά προς το βάθος. Τον είχε εντοπίσει, όπως πάντα άλλωστε. Φορούσε κι εκείνος ένα μπλουζάκι με σηκωμένο το γιακά, σαν και του Αλέξη. Δίπλα του καθόταν ο Βασίλης, ο καλύτερος του φίλος, κι η κοπέλα του η Άννα. Αναμπουμπούλα για λίγο, αγκαλιές, φιλιά, αναστάτωση μέχρι να καθίσουν όλοι στον γωνιακό καναπέ.  Ο Αλέξης κάθισε δίπλα στον Ορέστη, η Αλίκη δίπλα του κι η Ηλέκτρα λιγάκι πιο πίσω. Η παρέα μιλούσε δυνατά, η βραδιά ήταν ζεστή και τα ποτά άδειαζαν και γέμιζαν γρήγορα. Ο Ορέστης ευγενικός με όλους, γελούσε, έλεγε έξυπνες ατάκες, μα όταν γυρνούσε να μιλήσει στην Αλίκη άλλαζε. Ειρωνικά σχόλια για την εμφάνιση της, πάντα βέβαια καλυμμένα με μια δόση χιούμορ, της μιλούσε απότομα, κοφτά και την έκανε να θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί κι άλλες φορές να θέλει να βρει κάτι να του το κοπανήσει στο κεφάλι. Εκτός ορίων την έβγαζε, σχεδόν σε κάθε συνάντηση τους. Κι όμως, κι ο ένας κι ο άλλος, επέμεναν να συνεχίζουν να βλέπονται.
«Μα καλά, έχεις δει πως είναι αυτό το παντελόνι που φοράς; Πως βγαίνεις έτσι έξω;», είπε ο Ορέστης κι η Αλίκη γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά, γιατί το πρόσωπο της είχε γίνει κατακόκκινο από τα νεύρα της. «Μα πως τολμάει; Πως μπορεί να είναι τόσο ηλίθιος, ε;», μουρμούρισε η Αλίκη στην Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα σήκωσε τους ώμους χωρίς να έχει να δώσει απάντηση. Το έργο αυτό δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που το έβλεπε και σίγουρα δεν θα ήταν κι η τελευταία. Έκανε νόημα στον Αλέξη και σηκώθηκαν να χορέψουν.
Η Αλίκη απέμεινε μόνη σε εκείνη την μεριά του καναπέ. Κάθισε λίγο πιο αναπαυτικά και άπλωσε το δεξί της χέρι και το ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ. Και τότε με την άκρη του ματιού της είδε τον Ορέστη, έτσι καθισμένο να πλησιάζει προς τη μεριά της. Έγειρε πάνω στο χέρι της και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της. Έμεινε εκεί ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα, στην αγκαλιά της. Κι έπειτα σηκώθηκε. Η Αλίκη δεν έβγαλε άχνα. Δεν είπε τίποτα. Ποτέ δεν έλεγε. Ο Αλέξης με την Ηλέκτρα γύρισαν ξέπνοοι από το χορό. Κάθισαν ξανά στις θέσεις τους, κι ήταν σα να μην είχε γίνει τίποτα. Είχε γίνει όμως. Κι ήταν εκεί στο μυαλό της Αλίκης. Μια σκέψη να την πηγαινοφέρνει από την τήξη στην πήξη. Θα έπρεπε να λιώνει μέσα στον καύσωνα , κι όμως μια λέξη του την κάνει σχήμα στέρεο με αιχμηρές γωνίες. Τσαντίλα, και θυμός. Τα χέρια της στο τιμόνι και η σκέψη της μακριά. Ο δρόμος της επιστροφής ατέλειωτος. Άνοιξε το ράδιο και ξεκίνησε ένα ακατανόητο μονόλογο… «Ένα φανάρι, κι άλλο φανάρι. Χίλια φανάρια που άφησες αφίλητα. Βαρίδι η σιωπή άμα δε ξέρει να μιλιέται…. Φίλα με ακόμα, φίλα με ακόμα, όλα τ’ άλλα ηχούν μακριά…».


-         Μμμμμ… αυτό ήταν; Δεν το σχολιάζω…
-         Αυτό σου έλειπε! Μην τολμήσεις να πεις κακιά λέξη, γιατί άντε!
-καλά, καλά, άκου το τραγούδι τώρα και σώπα...



Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

οι γραμμές της παλάμης


Ακόμη ένα κομμάτι από αυτό το σαχλό σήριαλ, βιβλίο, μυθιστόρημα, άρλεκιν… ή δεν ξέρω κι εγώ πώς να το χαρακτηρίσω… που πολύ θα ήθελα να καταφέρω να γράψω… Με έχουν πιάσει τα γλυκοσιροπιάσματα μου, τι να κάνω;
Α… και δε θέλω σχόλια, έτσι;
«Δεν υπάρχει χώρος για μαγεία και μάγισσες, αλχημείες και φιλοσοφικές λίθους. Τα πάντα έχουν την εξήγησή τους και υπακούουν σε κανόνες λογικής, μαθηματικά αξιώματα και νόμους της φυσικής… Κι όμως, κάτω από τη μικρή χαραμάδα που έχουν δημιουργήσει τα μπλεγμένα μου δάχτυλα, βρίσκονται τα μάτια μου και κοιτούν εσένα… κοιτάζουν να δουν αν τα κοιτάζεις. Δεν είναι αστείο; Σε κοιτάζω να δω αν με κοιτάζεις, χωρίς να ξέρεις εσύ πως σε κοιτάζω. Παιδικό; Χαζό;  Μπορεί… αλλά και μαγικό. Ξαπλωμένος απέναντι, αναρωτιέμαι τι ακριβώς κοιτάς. Εμένα; Το άπειρο; Τίποτα; Για μια στιγμή, θα ορκιζόμουνα πως με κοίταξες.
Η νεραϊδόσκονη που έκανε το πρόσωπο μου  να αστράφτει, δεν έχει  χαθεί… Τα πάντα γύρω σου με κάνουν να μπορώ να ονειρεύομαι με τόσο μεγάλη ευκολία, χωρίς καν να χρειαστεί να κλείσω τα μάτια μου…
Μαγικό; Η μαγεία δεν τελειώνει ποτέ όταν είσαι γύρω μου. Ε, μη μιλήσεις. Δε χρειάζεται να μου πεις όσα ήδη ξέρω.  Όλα αυτά που σκέφτεσαι και τα άλλα, τα αυτονόητα που θα ξεστομίσεις τα έχω ήδη ακούσει μέσα μου, πριν καν τα διανοηθείς. Φτιάχνω μαγικά φίλτρα κάθε μέρα. Διαβάζω τα μάτια, τα χέρια, τη γλώσσα των κορμιών.
Ερμηνεύω τα χαρτιά και τα σημάδια.
Τι λένε; Αναρωτιέσαι; Απορείς;
Απλά, την επόμενη φορά μπορείς να αγγίξεις τις γραμμές της παλάμης μου… και θα μάθεις…»