BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

"...μα δε θυμάμαι το λόγο..."


 

Είναι δύσκολο ξέρεις. Πολύ δύσκολο. Το μέσα σου να το βγάλεις έξω. Να το αποκαλύψεις, να το εκθέσεις μπροστά σε άλλους. Όχι τον εαυτό που δείχνουμε στους άλλους, τον καλό μας εαυτό, τον τίμιο, τον ευγενικό, το ευχάριστο, τον φιλικό,τον χαρούμενο. 'Οχι δεν μιλάω για αυτό. Αυτό μπορούν να το δουν όλοι. Αυτό αφήνουμε να το δουν όλοι, το “δήθεν” μας. Το άλλο όμως; Θα ήθελα να μπορούσα να πω την αλήθεια την πραγματική αλήθεια όμως, αυτή που ξέρεις πως αν ακουστεί μπορεί να δυαλύσει κυριολεκτικά ακόμα κι εσένα τον ίδιο που θα την ξεστομίσεις. Δεν την λες λοιπόν, την κρατάς και αυτήν και όλες τις άλλες που αν ακουστούν, αν ακουστούν θα πληγώσουν. “Με έχεις πληγώσει πολύ. Ανεπανόρθωτα. Και αυτό πονάει. Και με διαλύει.” Αυτή ίσως είναι μια αλήθεια. Που μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν. Μπορεί όμως να διαλύσει εσένα μόλις την ξεστομίσεις, μόλις την παραδεχτείς. Γιατί άλλο να το σκέφτεσαι, κι άλλο να ακους τη φωνή σου να το λέει. Γι' αυτό δεν το λες. Ούτε χαμηλόφωνα, ούτε ψιθυριστά. Υπάρχει απλά κάπου μέσα στο κεφάλι σου, κάπου στη σκέψη σου. Και όταν κάτι δύσκολο σου τύχει, όταν η ζωή σου φανεί λιγάκι πιο δύσκολη από το κανονικό, όταν έχει πανσέληνο, όταν είναι ανάδρομος ο Ερμής, όταν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μπορεί να συμβεί, η σκέψη κάπου βρίσκει μια χαραμάδα, μια διαολεμένη χαραμάδα κι έρχεται και κάθεται στο κέντρο του μυαλού σου. Στρογγυλοκάθεται λοιπόν εκεί κι εσύ πρέπει να βρεις ένα τρόπο να τη βάλεις στη θέση της πάλι, να την καταχωνιάσεις εκεί που πρέπει να βρίσκεται, γιατί η ζωή συμβαίνει τώρα, και τρέχει και δεν μπορεί να ασχολείται με τα ατακτοποίητα ψυχολογικά σου.
"Σ΄ένα χαρτί όλες οι πληγές τις έγραψα για να΄ναι καθαρές με κόκκινο βάζω αυτές που έχω από σένα...", το λέει και το τραγούδι. Σκέφτομαι και γράφω. Τα γράφεις και μοιάζουν πια να μην αφορούν εσένα, να μην είσαι εσύ πάνω στο χαρτί αλλά κάποιος άλλος. Ήσυχος πια πως τα έχεις ξεφορτωθεί όλα. Ανακουφισμένος πια, λίγο πριν βγεις από το σπίτι, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Και ο καθρέφτης χάνεται και βλέπεις τον πραγματικό εαυτό σου...
"Κοίτα με βαθιά στα μάτια... τα βλέπεις δακρυσμένα..; ναι, είναι... μα δε θυμάμαι το λόγο..."

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

τα κομμάτια...


Κάτι η χτεσινή πανσέληνος, κάτι τα αλλόκοτα χτεσινοβραδινά όνειρα, να την η έμπνευση και η συνέχεια από το διαδικτυακό "άρλεκιν" μου!

"Πάλι Νοέμβρης ήταν. Ένας ζεστός, σχεδόν άρρωστος Νοέμβρης. Σα να τους στοιχιώνει αυτός ο μήνας. Σα να έχει πάρει απόφαση να τους σκαλίζει την πλήγη. Βραδινή βόλτα σε ένα μικρό παρακμιακό μαγαζάκι κοντά στην παραλία. Με το αυτοκίνητο του Ορέστη κατέβηκαν οι τρεις τους στην παραλία. Ο Αλέξης ήταν ενθουσιασμένος που θα έβγαιναν οι τρεις τους. Βράδυ Παρασκευής και το μικρό μαγαζάκι στην ακρη σχεδόν της παραλίας γεμάτο με τόσο κόσμο που έμοιαζε με παραστοιβαγμένο σαρδελοκούτι. Η μουσική ακουγόταν μέχρι έξω. Ο κόσμος μέσα χόρευε σε ρυθμούς τσιφτετελιού ή κάποιου δακρύβρεχτου ζειμπέκικου. Ο Αλέξης τράβηξε από το χερί την Αλίκη και σπρώχνοντας δυνατά την πόρτα μπήκαν κι οι δυο μέσα. Ο Ορέστης είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του στο αυτοκίνητο και γύρισε να τα πάρει. ¨Εφτασε μετά από δυο λεπτά. Οι άλλοι δυο είχαν βρει χώρο να καθίσουν απέναντι από μπαρ στην κολώνα με το μικρόστήριγμα για να ακουμπούν ίσα ίσα τα ποτά τους και το τασάκι για τα τσιγάρα. Η Αλίκη καθόταν ήδη στο ψηλό σκαμπό που της βρήκε ο Αλέξης και φαινόταν ευδιάθετη μα κάπως νευρική. Ο Ορέστης ακούμπησε τα τσιγάρα στον πάγκο και έστρεψε το βλέμμα προς το μπαρ για να παραγγείλουν. Ουίσκι βότκα κι ένα ποτήρι κρασί. Τα ποτά ήρθαν, τα ποτήρια τσούγκρισαν, και η βραδιά κυλούσε χαλαρά. Ακόμα κι η νευρικότητα της Αλίκης είχε αρχίσει πια να έχει ατονίσει. Άλλος ένας γύρος ποτά. Ο Ορέστης έμοιαζε πάλι απόμακρος. Ήταν εκεί χαμογελούσε κάποιες στιγμές, αλλά τις περισσότερες στιγμές χανόταν. Κρατούσε το ποτό του, το άφηνε, έστριβε ένα τσιγάρο, κι άλλο ένα, έλεγε δυο κουβέντες με τους άλλους δυο αλλά δεν ηταν πραγματικά εκεί. Η Αλίκη με τον Αλέξη χόρευαν που και που όταν τους άρεσε το τραγούδι που ακουγόταν, πείραζε ο ένας τον άλλο και τσούγκριζαν συνεχώς τα ποτήρια τους χαζογελώντας. Ο Ορέστης έμοιαζε να είναι παρών- απών. Σαν να είχε βγάλει τους άλλους δυο στο πάρκο να παίξουν κι απλά βρισκόταν εκεί για να τους προσέχει. Η Αλίκη το είχε ξαναζήσει αυτό σκηνικό. Αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως δεν θα άφηνε κανέναν Ορέστη να της χαλάσει ούτε τη διάθεση ούτε τη βραδιά με το υπεράνω ύφος του και την αδιαφορία του. Και τελικά αν δεν ήθελε να ερθει ας μην ερχόταν μαζί τους, κανείς δεν τον παρακάλεσε ούτε τον ανάγκασε. Πριν ακόμα πρόλαβεί να ολοκληρώσει τις θυμωμένες σκέψεις της, η μουσική άλλαξε ύφος και τα τσιφτετέλια γύρισαν σε μπαλάντες. Ο Αλέξης είχε βγει έξω λίγο πριν για να μιλήσει στο κινητό. Η Αλίκη κάθισε πάνω στο ψηλό κάθισμα του μπαρ και σιγοτραγουδούσε τη σαχλή μπαλάντα που είχε επιλέξει ο DJ. Και τότε ο Ορέστης έκανε κάτι εντελώς απρόσμενο. Γύρισε προς το μέρος της και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Σφιχτά πολύ, για ώρα την κρατούσε, είχε χωθεί μέσα στην αγκαλιά της. Ξαφνιασμένη κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον χάιδεψε τρυφερά στην πλάτη. Ο Αλέξης γύρισε τους βρήκε αγκαλιασμένους αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Ορέστης σηκώθηκε, έλυσε την αγκαλια του και έψαξε τον καπνό του που είχε αφημένο πάνω στον μικρό πάγκο. Άλλο ένα τσιγάρο, άλλες δυο τρεις κουβέντες αδιάφορες, κι ο Αλέξης να κοιτάζει την Αλίκη και να της γνέφει με τα μάτια πως το είχαν ζήσει ξανά όλο αυτό. De javou. Μα η βραδιά δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο Ορέστης άφησε το τσιγάρο μισοτελειωμένο στο τασάκι, στάθηκε για λίγο και έκλεισε για μια μόνο στιγμη τα βλέφαρα του, σα να σκεφτόταν κάτι. Γύρισε προς την Αλίκη την κοίταξε για λιγότερο από δευτερόλεπτο και την τράβηξε ξανά μέσα στην αγκαλιά του, την έσφιξε πάνω του, ούτε δυνατά ούτε όχι, τόσο όσο για να τη νιώσει. Κι εκείνη σαν κουκλάκι, σαν παιχνίδι άψυχο, αφέθηκε πανω του. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα μαζί. Λίγα δικά τους δευτερόλεπτα.
Ο Αλέξης απλά αναστέναξε. Πάλι θα μαζεύει κομμάτια το επόμενο πρωί..."

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

για μια αγκαλιά



... μια αγκαλιά. Χωρίς να μιλάμε,
χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουμε τι διάολο συμβαίνει στη ζωή μας.
Όχι τυπική, ούτε από υποχρέωση, μια αληθινή αγκαλιά. Μόνο μια αγκαλιά φτάνει…
Θα μπορούσα να φτάσω χιλιόμετρα μακριά μόνο για μια αγκαλιά...
Μόνο για να νιώσω τη ζεστασιά στο στέρνο σου.
Μόνο για να νιώσω δυο χτύπους της καρδιάς σου.
Μια αγκαλιά και δεν υπάρχουν σύνορα γιατί όποιο σύνορο και αν προσπαθήσω να βάλω ξαφνικά αλλάζει θέση... Έτσι που νιώθω πως χάνομαι, πως σε συναντώ για πρώτη φορά, σε γνωρίζω ξανά και ενθουσιάζομαι... Πως το κάνεις αυτό κάθε φορά;
Μια αγκαλιά... Και δύο... Και τρεις...
Και έχω «ξεφύγει»...
Και θέλω να σου δώσω και άλλες τόσες...
Γιατί αυτό έχουν ανάγκη οι ψυχές να κάνουν
και όχι τα σώματα... μια αγκαλιά...
να με χωρέσει ολόκληρη...
με ότι κουβαλώ μέσα μου...
να με κρατήσει σφιχτά και ολοκληρωτικά...
παρά τα όσα...
να με νιώσει και να με τυλίξει...
...μια αγκαλιά που σκαρφαλώνει δειλά τη σκάλα των ονείρων που δεν είχες, που φτάνει εκεί χαμηλά, στο λοβό του αυτιού σου, και ακούει με αμέριστη προσοχή όλες σου τις σιωπές, που μπορεί όταν όλοι οι άλλοι δεν μπορούσαν, που ξέρει όσα οι άλλοι δεν άντεξαν να μάθουν, και που όταν δεν μιλάει σου τα λέει όλα...

με παρέσυρες...
τόσα χρόνια με παρασέρνεις...
αυτό κάνεις...
με παρασέρνεις στην αγάπη...









Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Ε ε εκδρομή!



Θυμάσαι καθόλου εκείνο το συναίσθημα; Τότε που είμασταν μικρά; Θυμάσαι όταν μαθαίναμε πως την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε εκδρομή με το σχολείο; Οverdose ευτυχίας! Να μην μπορείς να κοιμηθείς από την προσμονή! Μου ήρθε σήμερα σαν παλιά μνήμη στην καρδιά αυτό το συναίσθημα... Αυτό της πεταλούδας που χορεύει στο στομάχι σου όταν κάτι εκπληκτικό πρόκειται να συμβεί. Θέλω πεταλούδες να χορέψουν στο στομάχι μου! Πορτοκαλί πεταλούδες! Να έχω κάτι να περιμένω, κάτι που να με ρίξει νοκ αουτ! Ντουπ! Μπαμ και κάτω! Θέλω λίγο αυθορμητισμό! Θέλω λίγο κάτι διαφορετικό! Τι; Ιδέα δεν έχω, μα το θέλω! Ε ε εκδρομή!