BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

το φερμουάρ




Τελευταίο απόσπασμα του Αρλεκιν, για το 2013.


" Ο Αλέξης περίμενε υπομονετικά στο μικρό καφέ. Είχε αγοράσει την κυριακάτικη εφημερίδα του, την είχε απλώσει επάνω στο χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι, είχε πετάξει δεξιά και αριστερά τα περιοδικά και τα διαφημιστικά φυλλάδια και κάπου κάτω από όλα αυτά βρισκόταν η κούπα του καφέ του. Δεν έμοιαζε να νοιάζεται και πολύ γι'αυτό όμως αφού διάβαζε με μανία κάποιο άρθρο οικολογικού περιεχομένου. Απορροφημένος από το άρθρο δεν κατάλαβε πως η Αλίκη είχε φτάσει και στεκόταν από πάνω του.
 "Μπου", του φώναξε για να τον τρομάξει. Εκείνος ατάραχος σήκωσε το βλέμα και της έβγαλε τη γλώσσα. "Άντε βρε χαζό, πότε θα μεγαλώσεις;". Άρχισε να γελάει η Αλίκη. "Κοίτα τώρα που θα μας βάλει στη θέση μας και το νιάνιαρο", του είπε. Έβγαλε το κασκόλ, πέταξε την τσάντα της στη διπλανή καρέκλα, έβγαλε από την τσέπη το κινητό μπλεγμένο μέσα στα καλώδια των ακουστικών, και κάθισε ανακουφισμένη στην καρέκλα.
Παρήγγειλε μια κούπα ζεστή σοκολάτα με σαντιγύ, και άρχισε να φλυαρεί ακατάπαυστα. Έλεγε για το πως είχε περάσει η προηγούμενη εβδομάδα, για το καινούριο cd που είχε αποκτήσει και πόσο εξαιρετική μουσική έπαιζε το συγκεκριμένο συγκρότημα, για ένα καινούριο μπαράκι που είχαν ανακαλύψει με μια φίλη της, για το σουφλέ σοκολάτας που δοκίμασε προχθές σε ένα παλιό ζαχαροπλαστείο στο κέντρο και άλλες πολλές ιστορίες, χωρίς σταματημο... Ο Αλέξης δεν μιλούσε. Απλά του άρεσε να ακούει τη φίλη του έτσι χαρούμενη να του διηγείται πως περνάει τις μέρες της.
Τις διηγήσεις της Αλίκης έκοψε ο ήχος του κινητού του Αλέξη. Το έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν και απάντησε. Κάτι μουρμούρισε, κάτι όχι, κάποια ναι μετά ξανά όχι όχι και όχι και το έκλεισε. Το πέταξε ξανά μέσα στην τσέπη του μπουφάν του νευριασμένος.
"Ποιος σε εκνεύρισε"; τον ρώτησε γλυκά η Αλίκη. "Ο Ορέστης με την επιμονή του", της απάντησε. "Πίνει καφέ κοντά στην πλατεία και του είπα πως είμαστε μαζί, και θέλει να περάσουμε από εκεί να κάτσουμε λίγο και καλά για να μας δει. Αλλά εγώ δεν θέλω, ακους Αλίκη; Δεν θέλω. Θα είναι και αυτός ο ανόητος ο κολλητός του και μόλις τον βλέπω θέλω να του σπάσω τα μούτρα. Μα πως μπορεί και κάνει ο αδερφός μου παρέα με αυτό το άτομο; Απορώ. Δεν θα πάμε. Τέλος".
"Εντάξει δεν θα πάμε, ηρέμισε όμως σε παρακαλώ, εντάξει;", του είπε εκείνη. Ανακουφισμένος εκείνος ανακάθισε στην καρέκλα και έσπρωσε την εφημερίδα για να βρει την κούπα του καφέ, και ήπιε λαίμαργα δυο γουλιές.
Εκείνη όμως δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Του είπε πως δεν θα πάνε, μα εκείνη ήθελε να δει τον Ορέστη. Είχε 3 εβδομάδες να τον δει. Έψαχνε πάντα αφορμή για να βρεθούν. Έστω για λίγο. Για μια στιγμή. Δεν έβρισκε λόγια πια να περιγράψει αυτήν την ανάγκη. Ανάγκη βαθιά. Ένα θέλω απόλυτο που δεν έβρισκε ποτέ λόγια να εξηγήσει.
"Αλέξη...", ψιθύρισε. "Θέλω να πάμε στον Ορέστη". Ο Αλέξης γούρλωσε τα μάτια. "Σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό, δεν πρόκειτε να σου κάνω αυτή τη χάρη και το ξέρεις...". 
"Αλέξη, δεν καταλαβαίνεις... πρέπει να τον δω", του είπε και κατέβασε τα μάτια. "Νιώθω πως πνίγομαι καταλαβαίνεις; Τελειώνει ο αέρας μου, καταλαβαίνεις;".
Ο Αλέξης είχε γίνει κατακόκκινος από τα νεύρα του. 
"Εγώ πάντως δεν μπαίνω μέσα να κάτσω. Στείλτου μήνυμα αν θες, να περάσουμε από εκεί, αλλά αν θέλει να βγει έξω να μας δει".
"Εντάξει, έστω αυτό". Πιάνει το κινητό στα χέρια της και πληκτρολογεί το μήνυμα. Δεν πρόλαβε να περάσει ένα λεπτό και το κινητό χτυπάει ξανά, με τον χαρακτηριστικό ήχο του εισερχόμενου μηνύματος. Το διαβάζει η Αλικη και χαμογελάει. 
Αφήνουν τα χρήματα για τα ροφήματα στο τραπεζάκι, ο Αλέξης μαζεύει βαριεστημένα την εφημερίδα και το μπουφαν του από την καρέκλα μα η Αλίκη τον αρπάζει από το χέρι και τον σερνει μέχρι το αυτοκίνητο. Την έχει πιάσει αυτή η υπερένταση και η υπερκινητικότητα που πιάνει τα πιτσιρίκια όταν τους έχεις υποσχεθείς να τα πας στο λουνα παρκ. Έχει γίνει κατακόκινη.
Σε δυο λεπτά έχουν φτάσει έξω από το καφέ. Ο Ορέστης τους περιμένει λίγο παρακάτω. Φοράει ένα χακί σκούφο κι ένα μαύρο μπουφαν κουμπωμένο μέχρι τη μέση. Ο Ορέστης τους περιμένει με τα χέρια στις τσέπες. Αγκαλιάζει τον αδερφό του και τον χτυπάει ελαφρα στην πλάτη. "Γιατί με βγαλατε έξω και δεν έρχεστε να κάτσουμε μέσα;", τον ρώτησε λιγάκι αυστηρά. "Ξέρεις γιατί, μην αρχίζουμε πάλι τη ίδια συζήτηση μωρέ Ορέστη. Βαρέθηκα πια", απάντησε ενοχλημένος εκείνος. Έκανε μια γκριμάτσα ενόχλησης ο Ορέστης και προχώρησε προς την Αλίκη. Την αγκάλιασε, τη φίλησε και σταθηκε εκεί μπροστά της. Την κοιτούσε, μα αμέσως γύρισε προς τα αριστερά του και συνέχισε το διάλογο με τον Αλέξη. Στεκόταν όμως ακόμα μπροστά της και τόσο κοντά της. Ένα εκατοστό απόστασης τους χώριζε μόνο. Το μπουφαν του σχεδόν άγγιζε το δικό της. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, μπορεί και ολόκληρα λεπτά, και τότε το κατάλαβε η Αλίκη. Το δεξί του χέρι ήταν πάνω στο μπουφάν της και κρατούσε το φερμουάρ της.  Σήκωσε λιγάκι το βλέμα της προς το προσωπο του, την κοιτούσε και μιλούσε ταυτόχρονα και με τον Αλέξη. Χαμήλωσε ξανά το βλέμα της και τότε είδε το δικό της χέρι πάνω στο μπουφαν του, να κρατάει το φερμουάρ. Μα γιατί είναι εκέι το χέρι της; Γιατί κρατάει το φερμουάρ; Πρέπει να το αφήσει.
Τα αυτιά της άρχιζαν να βουίζουν, δεν άκουγε πια τίποτα. Τα αγόρια μιλούσαν, και το χέρι του Ορέστη ανεβοκατέβαζε νευρικά το φερμουάρ και το δικό της χέρι απλά ακολουθούσε την ίδια νευρική κίνηση. Αυτοκίνητα περούσαν, θόρυβος, κίνηση, άνθρωποι να περνουν από δίπλα, μα εκείνοι, και οι δυο κρατούσαν ο ένας τον άλλο. Ένα φερμουάρ έμοιαζε να τους ενωνει. Πόσο αστείο. Ένα φερμουαρ.
Κι αν τους έβλεπε κάποιος από μακριά, θα γελούσε. Θα του έμοιαζε αστείο. 
Μα εκείνοι έψαχναν τρόπουν να αγγίζονται. Ν’ αγγίζονται οι σκέψεις τους, τα βλέματα τους και οι καρδιές τους, όταν δεν τους έβλεπε κανείς. Εκεί που έχουν ράψει μισοσκισμένες τις παλιές τους υποθέσεις και τα τεκμήρια για όσες μικρές σιωπές, παρέμειναν σιωπές."






Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

μια κάλτσα γκρι...

 Λίγο ακόμα Αρλεκιν...

" Δεν ήξερε που να καθίσει. Δεν ήξερε πως να καθίσει. Κάθισε τελικά στον γωνιακό καναπέ. Στην μια άκρη. Οι αλλοι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, η ταινία είχε ξεκινησει, και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λεπτό. 
Εκείνος καθόταν στην γωνία του καναπέ, φορούσε μια μπλε φόρμα και είχε ξαπλώσει άνετα με ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι. Είχαν αφήσει τα πατατάκια πάνω στο τραπεζάκι, τα ποπ κορν και ένα μπουκάλι κοκα κόλα. Εκείνη κάθισε στον καναπέ, πήρε ένα μαξιλάρι αγκαλιά, και προσπάθησε να χαλαρώσει. Δεν ήξερε καν αν ήθελε να δει την ταινία. Μπα. Σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να δει ταινία. Μα γιατί πήγε;
" Θες να σου βάλω κάτι να πιεις"; Διέκοψε τις σκέψεις τις η φωνή του Ορέστη. Ε, ναι. "Λίγο νερό", του απάντησε νευρικά. Σηκώθηκε ηρεμα, έφτασε στην κουζίνα, γεμισε το ποτήρι και της το έδωσε. Κάθισε παλι πίσω στον καναπε κι εψαχνε να βρει το μαξιλάρι. Αφού βολεύτηκε και πάλι στη γωνία, γύρισε και την κοίταξε και της είπε: "Γιατί δεν βγάζεις τα παπούτσια; Βγάλε τα παπούτσια να χαλαρώσεις". Το σκέφτηκε γα λίγο. Έλυσε τα κορδόνια τελικά και τα έβγαλε. Ανέβαδε τα πόδια της στο πλάι και έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.Νύσταζε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έπαιρνε ο ύπνος. Ίσως και όχι. 
Ο Ορέστης βρισκόταν 10 εκατοστά μακριά της. Εντάξει όχι ακριβώς μακριά της, το δεξί του χέρι, και το αριστερό της πόδι, ναι αυτό με τη γκρι καλτσα, τα χώριζαν 10 εκατοστά. Να, τώρα. Τι περίεργες σκέψεις κάνει πάλι; Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό; Αν μετακινούσε λίγο το πόδι της και αν μετακινούσε κι εκείνος λίγο το χέρι του, θα άγγιζαν ο ένας τον άλλο. Μα είναι πράγματα αυτά; Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια ανούσια πράγματα; Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ταινία. Γα την ακρίβεια ούτε που την ένοιαζε πια η ταινία. Ποια ταινία; Αν τη ρωτούσε κάποιος τώρα τι ταινία βλέπουν σίγουρα δεν ήξερε να απαντήσει. Εδώ και 27 λεπτα, τα μετρούσε με το ρολόι της, υπολόγιζε με ακρίβεια χιλιοστού, πόσα χιλιοστά πρέπει να μετακινήσει το πόδι της για να αγγίξει το χέρι του.
Κοιτούσε με το δεξί μάτι την οθόνη της τηλεόρασης και με το αριστερό το χέρι του Ορέστη.
 Εκείνος προσηλωμένος στην ταινία, ανασηκωνόταν καθε λίγο για να πάρει ποπ κορν. Ήρεμος, χαλαρός, ανέκφραστος. Ή μάλλον αδιάβαστος. ναι αδιάβαστος. Ήταν ένας χαρακτηρισμός, ένα παρατσούκλι που είχε βγάλει στον Ορέστη, επειδή δεν μπορούσε να τον καταλάβει, να τον "διαβάσει".
Κοίταξε πάλι το ρολόι της, 39 λεπτά. Το ένα τρίτο της ταινίας είχε περάσει, δεν είχε δει ούτε ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής. Γύρισε και κοίταξε τη γκρι κάλτσα της. Λες και είχε καταραστεί το πόδι της σε πλήρη ακινησία. Δεν περνούσε καν από το μυαλό της να το μετακινήσει, και να μειώσει τα 10 εκατοστά που τους χώριζαν.
Γύρισε ξανά μπροστά της, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να ξεκινήσει να βλέπει την ταινία, έστω κι από την μέση. 
Και τότε τα φώτα της ταινίας μειώνονται, και το σαλόνι σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο, η μουσική γίνεται επιβλητική, κι εκείνη προσπαθεί να καταλάβει την υπόθεση.
Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή μηδενίζονται τα εκατοστά. Τα εκατοστά που χώριζαν την γκρι της κάλτσα και το χέρι του Ορέστη. Δεν τους χωρίζει τίποτα πια. Η γκρι της κάλτσα βρίσκεται εκεί που ήθελε εδω και και 59 λεπτά. Μέσα στην  παλάμη του Ορέστη. Την έχει αγκαλιάσει και σχεδόν τη σφίγγει. 
Αυτό ήταν.Πάει και η συγκέντρωση πάει και η ταινία. Ποιος νοιάζεται τώρα γι'αυτά; Ποιος νοιάζεται για την ταινια; Ποιος νοιάζεται ποιος είναι γύρω;
Μόνο για την γκρι κάλτσα. Μόνο για για τη γκρι κάλτσα. Μα έχεις δει πιο ευτυχισμένη κάλτσα; Ε, πες μου, έχεις ξαναδει;"

Αυτά που νιώθεις μέσα σου βαθειά, δεν τα αλλοιωνεις με χιλιωειπωμένες φράσεις. Τις αφήσεις να ρέουν μέσα σου, να σε πλυμμηρίζουν, να γίνονται φουρτούνες ολάκερες και τότε... Κάποτε ξεχοιλίζουν από τα ακροδάχτυλα σου. Κανουν την αφή σου αλλιώτική...





Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

στο πορτ μπαγκαζ


 Λίγο που είμαι 4 μέρες κλεισμένη στο σπίτι λόγω μιας αναθεματισμένης ίωσης, λίγο ότι στην παραζάλη του πυρετού πολλά μπορείς να γραψεις, λίγο που είχα πολύ καιρό να γράψω κάτι στο μπλογκ, είπα να ξαναπιάσω πάρι την ιστορία του ΑΡΛΕΚΙΝ. 
Παρακαλώ δείξτε επιείκια με τα ορθογραφικά γιατί δεν άντεχα να το ξαναδιαβασω :-) 

"...το αυτοκίνητο προχωρούσε ευκολα, έστριβε ήσυχα, ανέβαινε την ανηφόρα με ορμή κατέβαινε ήρεμα την ανηφόρα, χωρίς να τρέχει, χωρίς να βιάζεται. Ήξερε άλλωστε πολλά πολλά χρόνια την ίδια διαδρομή. Έμοιαζε σα να μη χρειάζεται τον οδηγό,σαν να προχωρούσε μονάχο. Το ραδιόφωνο έπαιζε μια γνωστή μελωδία, γνωστή και παλιά. Μια από τις μελωδίες που αγαπούσαν να σιγομουρμουρίζουν και οι δυο. Εκείνος οδήγούσε, μα δε σιγομουρμούριζε τη μελωδία. Έστριβε νευρικά το τσιγάρο αναμεσα στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Εκείνη καθισμένη στο πίσω κάθισμα κοιτούσε έξω από το παράθυρο. δεν έμοιαζε όμως να κοιτά, ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Άλλωστε πάντα της άρεσε αυτό, βόλτες με το αυτοκίνητο, μουσική στο ραδιόφωνο, και να χάνετε στο δικό της κόσμο. Μια μικρή λακούβα κι ενα τίναγμα του αυτοκινήτου την έβγαλαν από το βύθισμα της. Κοίταξε για λίγο τον καθρέφτη και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Χρόνια συνέβαινε αυτό. Αυτό. Εκείνη καθόταν στο πίσω κάθισμα, συνήθως στη μεριά πίσω από εκείνον και στη διαδρομή κάποιες φορές τα βλέμματα τους συναντιόντουσαν στον μικρό καθρεφτη του αυτοκινήτου.
 Πόσα ήξερε εκείνος ο καθρέφτης. Πόσα λόγια, πόσες σκέψεις, πόσα συγνώμη, πόσα σ'αγαπώ που ποτέ δεν βρήκαν ήχο. Ο καθρέφτης όμως ήταν εκεί χωρίς να μαρτυρά όλα όσα έβλεπε. Ποτέ δε μαρτυρούσε. Ο Αλέξης καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Κουρασμένος από το κολύμπι, γεμάτος αρμύρα είχε απλωθεί στην καρέκλα και είχε κλείσει τα μάτια, σαν να κοιμόταν. Δεν έδινε καμιά σημασία στους άλλους δυο. Ήθελε απλώς να γυρίσει σπίτι.
Το αυτοκίνητο επιτέλους σταμάτησε. Είχαν φτάσει. ο Αλέξης άνοιξε την πόρτα βαριεστημένα και άρχισε να μαζεύει τα πραγματα, πήρε το σάκο του, άνοιξε το πορτ μπαγκαζ πέταξε μια καληνύχυα και χάθηκε κλείνοντας με θόρυβο την εξώπορτα.
 Ο Ορέστης είχε μείνει ακίνητος στην καρέκλα. Έκανε μια τελευταία ρουφιξιά από το τσιγάρο και το πέταξε έξω από το παράθυρο. Έβγαλε τη ζώνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω από το αυτοκινητο. Μα ξαναγύρισε αμέσως. Σήκωσε το κάθισμα του αυτοκινήτου για να βγει κι εκείνη. Τον κοίταξε για λίγο, της έδωσε το χέρι του και την τράβηξε έξω από τοαυτοκίνητο. Πόσες χιλιάδες σκέψεις μπορεί να πέρασαν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο από το μυαλό της; Φοβόταν μα η ανάγκη ξεπερνά το φόβο. Μόλις στάθηκε και στα δυο της πόδια έξω από το αμάξι, δεν άφησε το χέρι του. Τον τράβηξε επάνω της και τον αγκάλιασε περνώντας τα χέρια της πίσω από το λαιμό του. Τα χείλη της ήταν δίπλα στο αυτί του. "Σ'αγαπώ τόσο πολύ. Τόσο...". Το είπε τόσο άτσαλα, λες και στραμπούληξε τη γλώσσα της εκείνη τη στιγμή. Τόσο άτσαλα. Και τότε το άκουσε. Το άκουσε. "Κι εγώ σ'αγαπάω". Τρεις λέξεις. Μόνο τρεις λέξεις. Πως γίνεται μόνο τρεις λέξεις να μπορούν να σου πάρουν το βάρος από την καρδιά;
 Εκείνη τραβήχτηκε λίγο πίσω. την κοίταξε με αυτό το βλέμμα, με αυτό το βλέμμα που κάθε φορά ένιωθε λες και διάβαζε το μυαλό της. Μπα, δεν το ένιωθε μόνο. Ήταν σίγουρη. Κάποιο μαγικό έκανε, και μπορούσε πάντα να την διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο, κι ας μη το παραδεχόταν ποτέ εκείνη.
 Τον αφησε και προχώρησε προς το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ. Τράβηξε το σακίδιο της και το πέρασε στους ώμους. Εμφανίστηκε ξανά μπροστά της. Έσκυψε για λίγο το κεφάλι σαν να έψαχνε κάτι να βρει στο δρόμο, κλώτσησε ένα σκουπιδάκι και... :"δεν βλέπεις τι νιώθω για σένα;". Αυτό είπε. Την κοίταξε, μα εκείνη τι μπορούσε να πει; Τι έπρεπε να πει; Δεν ήθελε να πει τίποτα. Και να ήθελε λέξη δεν έβγαινε από το στόμα της, σαν να ειχαν μουδιάσει τα χείλια της. Τα χείλια της που το μόνο που ήθελαν εκείνη τη στιγμή ήταν να φιλήσουν τα δικά του. Πως μπορούσε και συγκρατούσε τον εαυτό της από το να πηδηξει πάνω του και να μην ξεκολλήσει το στόμα της από το δικό του; Κι όμως αυτό έκανε. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από την ένταση, οι φλέβες χτυπούσαν δυνατά σαν ταμπούρλο. "καληνύχτα..." είπε δυνατά για να λύσει τα μάγια της στιγμής, και χάθηκε στο σκοτάδι..."
 

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

πιάνομαι γερά, από τον τρόπο μου που έχω να σαρώνομαι




Έχω τόσα πολλά κι ενδιαφέροντα μέσα μου τον τελευταίο καιρό...
μα τίποτα που να βγαίνει με λέξεις,  πόσο μάλλον να φτιάξω προτάσεις...
Δεν είμαι εγώ που τα γράφω όλα αυτά,  δηλαδή εγώ είμαι, μα ίσως και κάποια άλλη.
Τα λόγια,  τα γραπτά λόγια είναι εύπεπτα γιατί ο αποδέκτης τα φιλτράρει όπως αυτός θέλει.
Ανάλογα με τη δική του αλήθεια.
Για σένα το λέω. ναι, για σένα που προσπαθείς να καταλάβεις τι ακριβώς θέλω να πω.
 πάλι θα καταλάβεις κάτι άλλο από αυτό που θέλω να καταλάβεις.
Υπάρχει χάσμα στη σκέψη μας.
Άκουσε με, θέλω να πω,  μην με εμπιστεύεσε,  έχω επιθυμίες που ίσως σου ανησυχούσαν το μυαλό...
 κι όταν με ρωτάς το γιατί και το πως, μακάρι να μπορούσα να ομολογήσω απλά την αλήθεια...
Σε αυτό το σύμπαν υπάρχουν ιστορίες αδύναμίες που δεν εκμεταλλεύτηκαν τις λέξεις.
Τις ευκαιρίες...
ήξεραν τις αλήθειες, ζούσαν τις αλήθειες, μα μάλλον οι αλήθειες ήταν πολύ πέρα από την πραγματικότητα.
ήταν μαγικές αλήθειες.
Χωρίς όρια.
Γιατί τι είναι μια αλήθεια με όρια;
Μισή αλήθεια.
και δεν χωράνε πια μισές αλήθειες ανάμεσα μας.
ποτέ δεν χωρούσαν.
Εμείς τις στριμώχναμε.
Στα όρια της αλήθειας.
Εκεί στην άκρης της...
«Να ‘ναι μια φορά κανονικό…»
Αλλά ξέρεις κάτι;
Τα κανονικά είναι για τους κανονικούς.
κι εμεις απέχουμε πολύ.
Γιατί μπορείς να διακρίνεις στους δυο μας κάτι κανονικό;
κάτι παρανοικό, ίσως...
Μπλέκονται οι ιστορίες.
Μπλέκονται τα όρια.
Μια μέρα εμείς οι δύο θα ξεμείνουμε, να ξέρεις.
Από χρωστούμενα.
Από όρια μάλλον ξεμείναμε.
Γι’αυτό πιάσαμε τις αλήθειες...
Μη ψάξεις να βρεις νόημα και ουσία σε αυτό.
Η αλήθεια που έχω στο μυαλό ίσως απέχει δισεκατομμύρια έτη φωτός από την αλήθεια που ίσως ξεστόμιζες.
κι αυτό ίσως είναι που με τρομάζει...

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Ο ενθουσιασμός




Το νιώθεις; Αυτό το σύμπλεγμα μιας υπέρτατης υπερβολής...όταν ακόμα και οι πιο παρανοικές σου σκέψεις μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Όταν χιλιάδες πεταλούδες φτεροκοπούν μέσα στο κεφάλι σου και σταματάς να νιώθεις πως είσαι εσύ. Έχεις πετάξει έξω από σένα. Είσαι εκεί αλλά και δεν είσαι. Νιώθεις πως θα μπορούσες να πετάξεις.
Εντάξει η λογική σου το απορρίπτει, αλλά βαθιά μέσα σου αισθάνεσαι μάλλον πως θα μπορούσες. Κι ας έχεις καβατζάρει τα τριάντα προ πολλού. Ποιος νοιάζεται όμως;
Γιατί πόσο συχνά σου συμβαίνει αυτό; Να μπορείς να ενθουσιάζεσαι; Θυμάσαι την τελευταία φορά; Τη θυμάσαι;
Πώς είναι να κρατάς μια πεταλούδα στα δυό σου χέρια; Πώς είναι να σου δίνει ένα εισιτήριο για το όνειρο που κρυφά οι μνήμες σου  ψιθύριζαν για χρόνια;  Χάνομαι με κλειστά τα μάτια. Περπατώ με τα χέρια ανοιχτά... Κι αρχίζω να βάζω μουσικές σε κάθε εικόνα. Σε κάθε σιωπή...
Κι εσύ μιλάς, απλά μιλάς...Έχεις βάλει μπροστά  τη λογική, και απλά μιλάς.   Κι όσο εσύ μου μιλούσες, εγώ έψαχνα να μαζέψω τις ανάσες, να βρω τα παραμύθια, να κλείσω θέση ψηλά στα σύννεφα και μια βόλτα για πεφταστέρια, φύσαγα τις σκιές κι έβαφα με χρώμα το γκρίζο... Τα ασήμαντα να τα νιώθω τόσο σημαντικά...
κατάλαβες; Με κάνεις να ενθουσιάζομαι. έτσι απλά. χωρίς λόγο.
Εσύ;
Πόσο συχνά το νιώθεις πια;
Τα πιο μικρά θαύματα κρύβονται στα απλά.
 Πάρ’ το χαμπάρι.

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

αποσιωπητικά...




















Να σου κανω μία ερώτηση;
-Ναι...
-θέλεις να σε αγκαλιάσω;
-Πολύ...
-Αλήθεια;
-... μόνο αλήθειες..
-Μόνο...
-Εμείς;
-Τι εμείς;
-Είμαστε αλήθεια...
-...
-Κατάλαβα...
-Τι κατάλαβες;
-Αυτό που είπες...
-Μα δεν είπα τίποτα...
-Δεν χρειάστηκε...
-ποτέ δεν χρειάστηκε...
-μα εγώ γιατί νιώθω έτσι;
-πως έτσι;
-έτσι όπως νιώθω πως νιώθεις κι εσύ.
-δηλαδή πως;
-...

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Ένα λεπτό αρκεί



Είναι κάτι στιγμές που στο κεφάλι μου δεν υπάρχει αρχή και τέλος.
Σαν ένα μικρόβιο να λανθάνει εντός μου και κάθε λίγο,
 πάνω που νομίζω πως πέθανε, ή έπεσε σε χειμερία νάρκη, 
όλο και κάτι βρίσκεται να μου το θυμίσει.
 Κι έτσι είναι φορές που το μικρόβιο ξυπνα.
 Κυκλοφορεί μέσα μου
Ξέρω πως υπάρχει μα συνήθως το αγνοώ.  
Αυτό όμως υπάρχει. 
Αυτό όμως υπάρχει.
Αυτό όμως υπάρχει.
Και είναι φορές που γίνεται ανάγκη βαθιά.
Ανάγκη βαθιά. 
Ανάγκη βαθιά.
Ανάγκη στο σώμα, στην ψυχή και στο μυαλό. Κυριώς στο μυαλό.
Μα ευτυχώς ένα λεπτό αρκεί.
Ένα λεπτό.
 Μονάχα ένα λεπτό.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

"δεύτερη ζωή δεν έχει..."


Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; 

Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα... Ν' αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα.

Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις.

Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές.

Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές...

Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους.

Σ' εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους.

Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου,

την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα.

Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς.

Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω.

Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους

Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους.

Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν.

Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

κάπου ανάμεσα είσαι εσύ

Μου έλειψες ξαφνικά.
και σε ζωγράφισα.
ξέρεις με πιο χρώμα.
Για μιά στιγμή.
Σκάει μέσα μου η λαχτάρα να σε δω..
όχι,όχι να σε κοιτάξω...να σε δώ...να δω μέσα σου..εσένα...
Δεν το πιστεύω ότι συμβαίνει αυτό το πράγμα...
Μου έλειψες!
Και το θαυμαστικό είναι εκεί για να μείνει.
Με νιώθεις έτσι;
Και μπορεί να απευθύνομαι σε εσένα, αλλά ποτέ κανείς δε θα καταλάβει το νόημα αυτού του κειμένου.
για μια στιγμή μονάχα...
και ένιωσα ένα κενό.μια παύση.
ένα σταμάτημα.
και μετά σα να μπερδέυτηκα.
σαν κατι να προσπάθησα να πω,μα πάλι μπερδεύτηκα
γιατί είσαι ανάμεσα στις λέξεις, και πάντα τις μπερδεύεις...
κάπου ανάμεσα είσαι εσύ...
στην κατάληξη του βλέμματος
στην λήξη του θέματος
στην ροή του αίματος,
στις αλλαγές
στην ησυχία που ακούς αναπνοές,
και σε συρτάρια
και σε πατάρια
και στα ολόκληρα και στα μισά φεγγάρια,
έχεις κρατήσει φυλαγμένο το όνειρό σου
έχεις αντέξει μπερδεμένο το μυαλό σου
κι εδώ
κι εκεί
...γιατί κάπου ανάμεσα είσαι εσύ...