BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

παραμιλητό μου...


-«Παραμιλητό μου, μια φωνή με παρασέρνει…»
-Ε, τι παραμιλάς;
- Παραμιλάω, τι θες τώρα, πρώτη φορά είναι; Κάτσε λίγο, θέλω να σου διαβάσω κάτι.
- Ωχ! Βιάζομαι ρε! Θέλω να φύγω!
- Έλα ρε! 5 λεπτάκια μόνο!
-Εντάξει… λέγε.

Έψαχνε τα κλειδιά του αυτοκινήτου μέσα στην τσάντα της. Εκείνος ακουμπισμένος στο καπό την κοιτούσε και της χαμογελούσε. Άνοιξε την πόρτα και κάθισε στη θέση του οδηγού. Χαμογελούσε αμήχανα, κι ενώ άλλες φορές, εκείνη ξεκινούσε τις μπουρδολογίες, αυτή τη φορά εκείνος είχε χάσει λίγο τον έλεγχο. Ή μήπως έκανε πως τον είχε χάσει; Το ποτό που είχε καταναλώσει τον έκανε πιο χαλαρό. Αυτή η σφιγμένη του διάθεση, κι η ανάγκη του να δείχνει πάντα χαλαρός και cool, καμιά φορά την μπέρδευε. Σαν να μην είχε καθόλου αισθήματα. Σαν να ήταν παγωμένος. Μάλλον όχι, το παγωμένος θα ήταν υπερβολικό. Έμοιαζε πάντα απόμακρος, και μόνο κάποια βράδια σαν το αποψινό, έριχνε τον τοίχο που είχε χτίσει γύρω του. Χαμογελούσε αληθινά, ψιθύριζε αληθινά, άγγιζε αληθινά. Κι αυτά τα μάτια του, καστανά συνηθισμένα, μα κάτι τέτοια βράδια έλαμπαν, και διηγούνταν ιστορίες μαγικές, παραμυθένιες. Κι εκείνη ξεχνούσε ποιος είναι, ξεχνούσε ποια είναι κι η ίδια, και το μόνο που είχε σημασία ήταν να την τραβάει απαλά στην αγκαλιά του. Να αγγίζει το στέρνο του το δικό της, και να τη σφίγγει για δευτερόλεπτα πάνω του. Κι οι κουβέντες τους  λιγοστές. Λες και δεν χρειάζονταν, λες και περίσσευαν, αφού όσα είχα να πουν τα λέγαν οι καρδιές τους τη στιγμή που ακουμπούσε το ένα σώμα πάνω στο άλλο.

 -Μελό, πολύ μελό δεν βρίσκεις;
-Θες να συνεχίσω;
-Ναι, αλλά πολύ μελό…
- Ρε, θες να ακούσεις ή θα με πρήξεις;
- θέλω, θέλω, αφού ξέρεις ότι τα λατρεύω αυτά γλυκορομαντικά σου σιροπιάσματα…
-Άκου, τότε, και σκάσε.

Εκείνος έκατσε στη θέση του συνοδηγού, έβαλε τη ζώνη του, και συνέχιζε να έχει αυτή την εύθυμη διάθεση. Άνοιξε το ραδιόφωνο κι έψαχνε να βρει σταθμό. Γελούσε σε κάθε κομμάτι που πετύχαινε. Μουρμούριζε τους στίχους και γελούσε. Γελούσε και γελούσαν όλα γύρω του. «Όταν γελάς, παγώνει η στιγμή κρατάει αιώνια…». Κι εκείνη οδηγούσε όσο μπορούσε πιο αργά για να μην τελειώσει αυτό, να το καθυστερήσει όσο περισσότερο γινόταν. Σταμάτησε να παίζει με το ραδιόφωνο, ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα. Της έριξε ένα βλέμμα, μα εκείνη συνέχιζε να οδηγά με τη ματιά της καρφωμένη στο δρόμο. Ετοιμαζόταν να κατεβάσει ταχύτητα, πάτησε το συμπλέκτη και το χέρι της ακούμπησε το λεβιέ των ταχυτήτων. Τότε, το δικό του χέρι ήρθε κι αγκάλιασε το δικό της. Το κρατούσε λες κι ήταν κάτι πολύτιμο. Το κρατούσε λες και δεν ήθελε να το αφήσει. Απλά κρατούσε το χέρι της. Κι εκείνη; Δε μιλούσε. Απλά άφηνε τα δάχτυλα τους να αγκαλιάζονται. Έτσι απλά…
-Και;
-Τι και;
- Παρακάτω τι έγινε;
- Τι να γίνει παρακάτω;
- Δεν έχει παρακάτω.
- Δεν έχει παρακάτω; Δεν συνεχίζει;
- Όχι, ρε παιδάκι μου, μια παράγραφο ήθελα να γράψω, όχι ολόκληρο το μυθιστόρημα!
- Καλά σοβαρά μιλάς;
- Σοβαρότατα!
- Ε, είσαι τρελή! Σου το έχω πει; Εντελώς τρελή! Και τι θα κάνω εγώ; Αφού ξέρεις ότι είμαι περίεργη; Κάπως πρέπει να τελειώνει η σκηνή!
- Ποια σκηνή ρε; Δεν γράφω σήριαλ!
- Ναι, αλλά δεν μπορείς να αφήνεις τον αναγνώστη χωρίς τέλος!
-Μπορώ και παραμπορώ! Βρες εσύ δικό σου τέλος και γραφτό!
- Μη με προκαλείς εμένα!
- Σε προκαλώ!
-Χα!


Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

απλά, μια όμορφη μέρα...




Κατηφορίζω ανέμελα την Ερμού, κοιτάζω βιτρίνες, παρατηρώ ανθρώπους. Η ώρα είναι σχεδόν 10, κι όλα μοιάζουν αγουροξυπνημένα και νωχελικά. Μαγαζάτορες, τουρίστες, αστυνομικοί, περαστικοί, διαβάτες, όλοι περπατούν αργά και μοιάζουν να απολαμβάνουν το πανέμορφο ανοιξιάτικο πρωινό.
Έχω αρκετό καιρό να κάνω βόλτα στο κέντρο μόνη μου. Απολαμβάνω το κατέβασμα μου από τη Βουλή προς το Μοναστηράκι, δεν με βιάζει τίποτα, το ραντεβού μου για καφέ άλλωστε είναι στις 11, οπότε σουλατσάρω χαλαρά. Λίγο μετά την Καπνικαρέα, στα δεξιά κάθεται ένας νεαρός με κιθάρα και τραγουδάει: «…Εγώ που αλλάζω μορφή κι από στιγμή σε στιγμή θα χαθώ από προσώπου της γης στην κόψη μιας αστραπής,
μια μέρα θα εξαφανιστώ από τη νύχτα μεθάω και στο σκοτάδι γελάω
βάζω μια μάσκα από φως και ξεχνώ ο κόσμος λέει πολλά κι όταν με κρίνει σκληρά η απάντησή μου είναι: Υπάρχεις μόνο εσύ δυο φίλοι κι η μουσική
που την καρδιά μου ξέρουν θα μείνω πάντα παιδί σαν το παλιό το κρασί
στα χρόνια ταξιδεύω...». Ένας κατάξανθος πιτσιρίκος γύρω στα 4, σταματάει απότομα μπροστά του, κρατώντας από το χέρι τον πατέρα του. Κοιτάει κατάματα τον νεαρό, του χαμογελάει κι αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια ενθουσιασμένος. Αυτό ήταν. Άρχισα να γελάω. Μόνη μου. Του τρελού… Μα, που το θυμήθηκε αυτό το τραγούδι;  Ας  είναι, η μέρα τελικά ήταν όμορφη… Η φίλη μου με περιμένει εκεί έξω από το Μετρό. Ο πεζόδρομος παράλληλα με τις γραμμές του ηλεκτρικού, φωτισμένος από το ανοιξιάτικο ήλιο, με κάποιους τουρίστες να απολαμβάνουν την πρωινή τους βόλτα κοντά στα αρχαία, τους πλανόδιους μόλις να έχουν στρώσει την πραμάτεια τους, ένα σχολείο που έχει έρθει  εκδρομή να κάνει αισθητή την παρουσία του, κι εμάς τις δυο χαρούμενες και μόνο που συναντηθήκαμε, και το σκηνικό έμοιαζε σχεδόν μαγικό…
Κι αν αρχίσει καλά η μέρα δεν γίνεται να μην έχει ανάλογη συνέχεια, γίνεται;
 Δεύτερος  καφές, απογευματινός, χαμογελαστός, με θέα την Αθήνα από ψηλά! Και γέλασα,  μα, πόσο γέλασα… χωρίς κανένα απολύτως λόγο! Το καλύτερο από όλα όμως ήταν το πέρασμα από την παιδική χαρά!   Κι έκανα και τσουλήθρα, και τραμπάλα και …κούνια (μόνο εγώ… γιατί κάποιοι άλλοι δεν χωρούσαν στην κούνια! χα!χα!)…
Τις αγαπάω πολύ κάτι τέτοιες ήρεμες, απλές, όμορφες μέρες…

"...Σ' ένα ακρογιάλι στάσου κι αν ένα αστέρι πέσει πιάσ' το
αυτό που θέλεις πέσ' το όλα μπορούν να συμβούν
κάθε λεπτό θα ζήσω σαν να 'ταν πες το τελευταίο
ο χρόνος κάνει κύκλο και οι στιγμές που κυλούν
το μέλλον τώρα βλέπω και οι τρομπέτες ηχούν
με τα φτερά μου πετάω...

Εγώ που αλλάζω μορφή κι από στιγμή σε στιγμή θα χαθώ
από τη νύχτα μεθάω μες στο σκοτάδι γελάω
και στο φεγγάρι λέω:

Υπάρχεις μόνο εσύ δυο φίλοι κι η μουσική
που την καρδιά μου ξέρουν
θα μείνω πάντα παιδί σαν το παλιό το κρασί
στα χρόνια ταξιδεύω..."