BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

the last dream...for 2011

Μέρες που είναι, λίγο το φαγητό, λίγο το ξενύχτι, καμία διάθεση δεν έχω να γράψω... Τελευταία ανάρτηση λοιπόν για το 2011, με θέμα τι άλλο; ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ! Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις...Καλή Χρονιά λοιπόν...και μιά ευχή: να μπορείτε να ονειρεύεστε πάντα!








Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

λέξεις ...πορτοκαλί




Έτσι αυθαίρετα, φτιάξαμε λέξεις για να ορίσουμε συναισθήματα. 
Και πώς να ορίσεις κάτι που δεν ξέρεις πως το βιώνει κάποιος άλλος; 
Φτιάξαμε λέξεις για να ορίσουμε συναισθήματα.
Τις βάλαμε σε λεξικά και τις πετάξαμε εκεί έξω. Και για δες που καταντήσαμε...
Αντί να ψάχνουμε μέσα μας να βρούμε συναισθήματα για τις λέξεις μας, ψάχνουμε συνεχώς τις κατάλληλες λέξεις για να ντύσουμε τα συναισθήματά μας...
Αυτό που λέω εγώ “χαρά”, για σένα πώς να μοιάζει; Πως τη νιώθεις; Και πόσο διαφέρει από την “ευτυχία' σου”; Πόσες σταγόνες δάκρυα χωρίζουν τη “λύπη' από τη “θλίψη” σου; Κι αν σου πω πως “σ' αγαπάω” τι θα καταλάβεις? Κι αν μου πεις πως “μ' αγαπάς”, τι λες να νιώσω;
Οι λέξεις μου σε ενοχλούν; Οι λέξεις σου με χαιδεύουν;
Οι λέξεις είναι μόνο λέξεις. Όσα κατεβατά κι αν γράψω, όσες από δαυτες κι αν βάλλω στη σειρά, θα ναι μονάχα γράμματα αρμονικά συνταιριασμένα που δημιουργούν προτάσεις, παραγράφους, σελίδες.
Πιάνω το σ'αγαπώ από τις άκρες, μα όσο κι αν προσπαθώ, όσες στιγμές κομμένες στα δυο, μοιρασμένες, φιλιά και αγκαλιές , και μερικά χαμόγελα αν στριμώξω εκεί μέσα, σα να μη θέλουν να χωρέσουν πουθενά... σα να μην ανήκουν
εκεί.
Πιάνω ξανά το σ'αγαπώ από τη μια του άκρη. Το αδειάζω από όλα. Είναι μόνο μια λέξη. Μια μικρή μόνο λέξη με τον πιο όμορφο ήχο.
Τελικά, τα πιο όμορφα πράγματα βρίσκονται σε μικρές λέξεις και πράξεις.
Σε μυρωδιές, σε ανάσες... Τα πιο όμορφα πράγματα είναι αυτά που κρύβουμε.
Αρπάζω ξανά το σ'αγαπώ και το βουτάω μέσα στο πορτοκαλί χρώμα. Θα το αφησω εκεί. Κρυμμένο και πορτοκαλί.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

πάντα είσαι 'κει...




Δεν το προσπάθησα, αλλά το ευχήθηκα. Έκλεισα τα μάτια και παρακάλεσα.
Κι έτσι μια μέρα σταμάτησα να σκέφτομαι. Έτσι απλά.
Και τώρα δυσκολεύομαι να βάλω μια λέξη δίπλα σε μια άλλη και να φτιάξω μια πρόταση. Μία που να βγάζει νόημα τουλάχιστον. Ίσως γιατί έχασα το νόημα. Τι θα έπρεπε να λέει η πρόταση; “Είσαι εκεί.” Να δυο λέξεις. Μια πρόταση. Ένα νόημα. Τουλάχιστον.
Καθόλου δύσκολο δεν είναι να παρελαύνεις λέξεις εάν δεν έχεις τίποτα να πεις. Κι όταν έχεις κάτι να πεις, εκείνες στασιάζουν και παίζουν κλεφτοπόλεμο. Ίσως να διαισθάνονται ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται ν’ ακούσει. Ίσως και να διαβάζουν τις ανύπαρκτες σκέψεις σου. Οι ανύπαρκτες σκέφεις άρχισαν να κάνουν θόρυβο και να απαιτούν να μεταμορφωθούν σε λέξεις.
ακούς;
Να είσαι εκεί.Πάντα.
Τρείς λέξεις στη σειρά. Που μπορούν και βγάζουν νόημα. Μπορώ και πάλι να σκέφτομαι. Και να βάζω λέξεις στη σειρά...

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

η αγάπη ζει στα μικροπράγματα...


"... η αγάπη ζει  στα μικροπράγματα
Ζει στα ασήμαντα και στα απλά
Δωσ’ μου και άλλα τέτοια εσύ ασήμαντα
Για να ζήσω εγώ σημαντικά..."


Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

αποσυντονισμένα...



Σταμάτα να με ταξιδεύεις
Όχι, δεν το λέω εγώ αυτό. 
Ο στίχος, ο στίχος του τραγουδιου.
Εσύ μη σταματάς όμως, δεν είναι για σένα αυτός ο στίχος.
Εγώ θέλω να με ταξιδευεις.
Να σε κοιτάω, να σε κοιτάω στα μάτια, αλλά να μην βλέπω εσένα... αλλά την ιδέα σου.
Η ιδέα σου και μόνο με αποσυντονίζει. Απορύθμίζει τη σκέψη μου, τη συγκέντρωση μου, την άρθρωση μου- έχω αρχίσει να ψευδίζω, αλήθεια σου λέω- τις κινήσεις μου. Αποσύντονίζομαι. Για μια στιγμή δεν θυμάμαι τι θέλω να πω,ξεχνάω τα πάντα. Σεντόνι λευκό.Κενό.
Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει;
Σε κοιτάω ξανά... μα δεν είσαι εσύ. Είναι η ιδέα σου... Κοιτάω άλλη μια το ρολόι.
Μέσα σε ένα λεπτό έχω κοιτάξει 7 φορές το ρολόι. Τι γίνεται;
Χαμογελάω. Έχω ένα χαζό χαμόγελο. Το βλέπω να αντικατοπτρίζεται στα μάτια σου. Θέλω να σταματήσω να χαμογελάω και δεν μπορώ.
Κάθεσαι απέναντι μα δεν χρειάζεται να σε κοιτάξω. 
Δεν χρειάζεται γιατί στην πραγματικότητα δεν είσαι καθισμένος απέναντι. Αιωρείσαι στη σκέψη μου.
Κλείνω τα μάτια και είσαι μέσα στο μυαλό μου. Ανοίγω τα μάτια και δεν κάνεις ρούπι. Κι η σκέψη σου μεγαλώνει κι αρχίζει να ξεχυλίζει μέσα μου. Είναι λες και κάθε φορά έχει πανσέληνο και σεληνιάζομαι. Σα να ειναι ανάδρομος ο Ερμής κι όλο ξεχνάω αυτά που θέλω να πω. Σα να είμαι εκεί και να μην είμαι.
Και με ρωτάς τι σκέφτομαι.
Δεν σκέφτομαι. Δεν είμαι εκεί. Ταξιδεύω σε κάποιο παράλληλο σύμπαν.
Υπερβολές; Μήπως σου ακούγονται όλα αυτά υπερβολές;
Τρελαίνεις την πυξίδα μου. Κι είναι απόλυτα μαγικό.
Είναι σαν παιχνίδι. 
Σαν ένα φοβερό και τρομερό παιχνίδι,που ενώ ξέρεις πως έχεις διάβασμα, πολύ διάβασμα, διάβασμα για εξετάσεις... εσύ έχεις αποσυντονιστεί απόλυτα μαζί του και θες να παίζεις με τις ώρες ακόμα κι αν δεν είσαι αυτός που κερδίζει.



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

γιατί κάποτε θα σου εξηγησω...



Πως ονειρεύτηκα πάλι; Tι ξέχασα να κλειδώσω;
Τι διάολο είναι αυτό που στάζει σήμερα από το ένα μου μάτι;
Ξεπερνάω τα όρια; Παρεκτρέπομαι; Ποιός πάτησε πάνω στην γαμημένη μου υπόφυση ; Όσα δεν λέω, τα γράφω. Και όσα δεν γράφω, τα σκέφτομαι.
Οι σκέψεις μου δεν είναι στο μυαλό.
Μην ψάχνεις εκεί... Κοίτα με στα μάτια,
να μάθεις αυτά που δεν λέγονται κι αυτά που δεν γράφονται...
όλες τις μικρές-μικρές λεπτομέρειες. Που με κάνουν να ενθουσιάζομαι,να σιχαίνομαι, ν' αγαπάω, να βαριέμαι, να επαναλαμβάνομαι, να κολλάω, να γκρεμίζω και να φτιάχνω. Φταίνε γιατί γίνονται μεγάλες όταν τις κοιτάζω εγώ...
Ένα τραγούδι επαναλαμβάνεται... Επαναλαμβάνεται συνέχεια, όπως επαναλαμβάνομαι κι εγώ. Κουραστηκά και βαρετά. Γιατί θα καταλαβαινόμαστε μόνο στη σιωπή, χωρίς λέξεις. Γιατί δεν τις αντέχουμε. Γιατί χειμωνιάζει κι οι διαχύσεις ξεθαρρεύουν. Γιατί κάποτε θα σου εξηγήσω. Γιατί όταν, θα είναι μάλλον αργά για οποιαδήποτε εξήγηση...

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Το μόνο που φοβάμαι είναι μήπως δεν υπάρχεις...


Ξύπνησα με την ερώτηση να γρατζουνάει το μυαλό μου. Υπάρχεις; Υπάρχεις στ'αλήθεια; Κλείνω τα μάτια ξανά, σε βάζω στα μέτρα του μικρόκοσμου μου. Όνειρο, όνειρο, μόνο όνειρο. Τα συναισθήματα δεν αρκούν,και το μυαλό δεν μπορεί να σε χωρέσει... Ανοίγω τα ματια μα είσαι παλι εκεί. Ξανα. Είσαι εμπρός μου, δίπλα μου, μέσα στη σκέψη, δίπλα στους φόβους μου, αγκαλιάζεις τη πργαματικότητα μου,μα είσαι όνειρο. Τίποτα δεν σε αλλοιώνει, τίποτα δε σε αγγίζει, τίποτα δεν σε καταστρέφει. Ακόμα κι όταν έχουν διαλυθεί τα πάντα γύρω, ακόμα κι όταν η κούραση με έχει καταρρακώσει, εσύ αναδύεσαι από μέσα μου άθικτος. Μαγική μου σκέψη. Σε κρατώ για μια στιγμή και αγγίζω δειλά με το το δάχτυλο το χέρι σου. Είσαι εκεί. Σε κοιτάζω και η καρδιά μου αλλάξει ρυθμό. Σταματά για μια στιγμή και μετά συνεχίζει να χτυπά ήρεμα, ρυθμικά στους ήχους μιας μουσικής που αγγίζει τ'αστέρια...
Αφήνομαι…. Σε όνειρα γαϊτανάκι...
Εφιάλτες στιγμές…Όνειρα ήμερες….
Αφήνομαι... Κόμπος γίνομαι...
Μυρίζει φθινόπωρο...
Μου θυμίζει πάντα εσένα
Κι εμένα...και το
πορτοκαλί που τελειώνει, ξεθωριάζει
Γεύσεις στιγμιαίας πρόσμιξης
ανθρώπων και βρεγμένο χώμα.
Αφημένοι πάντα στο τίποτα.
Ανώνυμα αγαπημένοι
στο πάντα της στιγμής...
της υπέρτατης στιγμιαίας αλήθειας μας...
"Το πιο μακρύ ταξίδι μου……εσύ"
Κι αυτό μου φτάνει...
Γιατί υπάρχεις...

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

το "Άρλεκιν"





Για τους φανατικούς οπαδούς του "Άρλεκιν" σκέφτηκα να βάλλω σε μία ανάρτηση όλα τα links μαζεμένα! Μια ευγενική προσφορά αυτού εδώ του blog για να μην ταλαιπωρήστε να βρίσκετε διάσπαρτα τα επεισόδια. (χα!χα!) Κάντε κλικ πάνω σε κάθε τίτλο και ξαναδιαβάστε τα!  :)















Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Σχεδόν Νοέμβρης

Μάλλον η πίεση των τελευταίων ημερών με οδήγησε να γράψω λίγο ακόμα από το "άρλεκιν" μου, αφού γράφωντας το με κάνει και χαλαρώνω. Τελευταίο post όμως για το "άρλεκιν" μου. Αν κάποια στιγμή καταφέρω να το ολοκληρώσω θα το εκδόσω και θα γίνει best seller (χα!χα! λέμε και καμιά βλακεία για να περνά η ώρα)! Απολαύστε το λοιπόν!


"Προσπαθούσε να καθίσει πάνω στο ψηλό σκαμπό του μπαρ. Ένα μεγάλο μπαρ στη μεση ακριβώς του μαγαζιού. Η μουσική έπαιζε χαμηλά. Το συγκρότημα που θα εμφανιζόταν ζωντανά εκείνο το βράδυ έκανε τις τελευταίες ρυθμίσεις στα φώτα και στον ήχο. Κάποιες παράφονες νότες ακούγοταν που και που καθώς κούρδιζαν τις κιθάρες. Ο μπασίστας ήρθε και χαιρέτησε τον Ορέστη. Ήταν παλιός φίλος και συμμαθητής από το σχολείο. Σύστησε τον Αλέξη και την Αλίκη, αντάλλαξαν μερικές κουβέντες και έφυγε ξανά γιατί έπρεπε να ανέβει στη σκηνή. Το συγκρότημα ξεκίνησε να παίζει σ'ένα σχεδόν άδειο μαγαζί. Οι τρεις του καθόντουσαν στην άκρη του μπαρ και παράγειλαν τα πρώτα ποτά. Τσούγγρισαν και γύρισαν προς τη μεριά τη σκηνής να απολαύσουν τη μουσική. Η ώρα περνουσε και σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Ο χώρος μπροστά τους είχε γεμίσει και όλοι σχεδόν χόρευαν και τραγουδούσαν. Ο Αλέξης κι ο Ορέστης είχαν φτάσει αισίως στο 4ο ποτό. Ο Αλέξης έμοιαζε να μην έχει επαφή κανέναν, στριφογύριζε το τσιγάρο στα χέρια και κοιτώντας τις δυο γουλιές ουίσκι που είχαν απομείνει στον πάτο του ποτηριού του ετοιμαζόταν να παραγγείλει ένα ακόμη ποτό. Η Αλίκη είχε αρχίσει να αγχώνεται. Δεν ήθελενα αφήσει τον μικρό να παραγγείλει κι άλλο. Κι ο Ορέστης; Μα τι είχε πάθει απόψε ο Ορέστης; Είχε πιει ηδη κι εκεινος πολύ και δεν έλεγε κουβέντα στον μικρό,για να σταματήσει να πίνει.
Το συγκρότημα τα έδινε όλα πάνω στη σκηνή. Πραγματικά είχε ξεσηκωθεί ο κόσμος με τα τραγούδια που έπαιζαν, είχαν ρυθμό και τα τραγούδια διαδεχονταν το ένα το άλλο φυσικά. Ήταν όλα τόσο χαλαρά μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Ορέστης πλησιασε την Αλίκη, κόλλησε σχεδόν πάνω της και ακούμπησε τα χείλια του πάνω στο αυτί της και τις ψυθίρισε. Πως του ήρθε τώρα αυτό; “Ρώτησε με ό,τι θες. Θα σου απαντήσω σε όλα. Ρώτησε με ό,τι θες”. Τραβήχτηκε αργά και την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη δεν έβλεπε τίποτε πια μπροστά της. Τα μάτια της είχαν θολώσει. Δεν τον έβλεπε. Ήθελε μόνο να ουρλιάξει: “Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί τώρα;”. Δεν είπε τίποτε τέτοιο όμως. “Δεν θέλω να σε ρωτήσω τίποτα”.
“Αλίκη αλήθεια, ρώτα με ότι θες θα σου πω ό,τι κι αν ρωτήσεις”.
Εκείνη είχε πιάσει με τα δυο της χέρια την άκρη από το μανίκι του πουλόβερ του, που είχε παρατημένο πάνω στο σκαμπό και έπαιζε νευρικά με αυτό. “Δεν έχω να πω τίποτα. Τίποτα. Και ξέρεις κάτι; Όλα αυτά ήταν μόνο στο μυαλό μας. Δεν έγινε τίποτα. Μόνο στο μυαλό μας”.
“Όχι δεν ήταν μόνο στο μυαλό μας”, είπε χαμηλόφωνα ο Ορέστης, κι έπειτα σιώπησε. Έκανε πάλι ένα βήμα έφτασε κοντά της και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. Η Αλίκη προσπαθούσε με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ήθελε να την αφήσει ήσυχη και να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του, κι απ'την άλλη όμως δεν ήθελε να την ξαναφήσει ποτέ από την αγκαλιά του. Πως είναι δυνατόν να της δημιουργεί πάντα ταυτόχρονα ακραία αντίθετα συναισθήματα; Να τον χτυπήσει και να τον φιλήσει, ταυτόχρονα;
Σα να κατάλαβε τη σκέψη της και την άφησε. Πλησίασε όμως για να της ψιθυρίσει ξανά στο αυτί. “Δεν ζηλεύεις καθόλου;”.
Ε, αυτό ήταν. Η Αλίκη ήθελε να τον χτυπήσει. Να τον κάνει να πονέσει πραγματικά. Μα πως τόλμησε να τη ρωτήσει κάτι τέτοιο; Κράτησε όσο μπορούσε την ψυχραιμία της, για να μην ουρλιάξει. “Σου έχω δωσει ποτέ τέτοια εντύπωση;”. Δεν απάντησε ο Ορέστης. Τραβήχτηκε λίγο και είπε: “Εγώ πάντως θα ζηλέψω αν σε δω με κάποιον άλλο”.
Αυτό είπε. Και μετά σιωπή. Η Αλίκη είχε μείνει αποσβωλομένη. Μα τι είπε; Τι είχε πει μόλις ο Ορέστης;
Ολόκληρο το μαγαζί είχε σηκωθεί και χόρευε στους ρυθμούς ενός παλιού ποπ τραγουδιού. “Δικός σου για πάντα”. Η Αλίκη γύρισε προς τη μεριά του μπάρμαν, χρειαζόταν κι αυτή ακόμα ένα ποτό. Η ματιά της έπεσε πάνω στο ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο πανω από τα μπουκάλια με τη βότκα. Τέλος Οκτώβρη έδειχνε το ημέρολόγιο.  Σχεδόν Νοέμβρης δηλαδή."



Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Εκπτώσεις

Εκπτώσεις

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

το θολωμένο μου μυαλό



Αναλύω τόσο πολύ το κάθε τι, μέχρι που το διαλύω.Μένω έπειτα να κοιτώ τα κομματάκια του. Απαθής και καταστροφική. Για ό,τι αποφασίσω να αναλύσω.
Κι είναι λέξεις που όλο θέλω να τις βγάλω από μέσα μου, να τις βάλω στη σειρά, να τις κάνω πρόταση, να τις κάνω λόγο να στον πω. Έχω τόσες λέξεις μέσα μου, τόσες πολλές. Να τις πω όλες, χωρίς σειρά, χωρίς λογική. Εκείνες όμως αντιστέκονται. Ανεβοκατεβαίνουν μέσα μου, χορεύουν στο κεφάλι μου, κολυμπάνε στο στόμα μου κι αρνούνται να υπακούσουν. Ούτε να γραφτούν, ούτε να ειπωθούν θέλουν. Όταν τις δεις να ζωγραφίζονται στο βλέμμα μου, μην αποτραβήξεις το δικό σου, ε; Ασυναρτητες ζωες για ενα χρωμα που φτιαχνεται μεσα στα ματια σου οταν μου γελας. Όλα πορτοκαλί. Γελας κι ο κοσμος τελειωνει. Κι άλλες λέξεις. Τις είπα μέσα μου ξανά και ξανά.
Τις εβαλα σε μια σειρά και μετά τις άλλαξα. Τις έβαλα αλλιώς .
Τις άφησα.Τις ξανάβαλα . Δεν τις είπα ποτέ .Τωρα δεν θέλω πια να τις πώ.Τις έκλεισα σ' ένα κουτί.
Για μένα.

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

ένα Αχ...


Είναι στιγμές, ήχοι, θύμησες, γέλια, μάτια, λέξεις, στίχοι, νύχτες, μέρες, που σου σπρώχνουν βαθιά στα ρουθούνια, ανέμους από στιγμές που πέθαναν παλιά. Απλά στιγμιότυπα της συνειδητότητάς σου, γεμάτα αισθήσεις.
Φλάς-μπάκ. Ναι φλας μπακ. Μπορεί να είναι ξένη λέξη μα μου ταιριάζει απόλυτα. Φλας μπακ που κάθε τόσο, κάνει το τώρα ακαθόριστο. Κάνει το εδώ ένα μόνιμο ταξίδι. Ποιος ευθύνεται; Κανείς. Κάτι άσχετο, μικρό και φαινομενικά ανώδυνο αλλάζει την πίεση ροής του αίματος, λόγω της αυξημένης ζήτησης οξυγόνου απ’τους ιστούς, αναγκάζοντας την καρδιά να χτυπά σε ασυνήθιστους ρυθμούς. Κι έπειτα ο οργανισμός μπαίνει σε διαδικασίες που μόνο ο ίδιος γνωρίζει και οι διαστάσεις χάνουν το σχήμα τους, ο χρόνος στριφογυρίζει αδιάκοπα μπρος πίσω, ο χώρος δεν μπορεί να εντοπιστεί.
Κι εσύ αναρωτιέσαι αν ζεις. Ξεχνάς πια είναι η πραγματικότητα, παρελθόν παρόν και μέλλον γίνονται ένα. Μια αληθινή συνωμοσία του πιο σκοτεινού σημείου του μυαλού με ότι πιο απτό έχει να σου προσφέρει η ζωή, που είτε σε βρίσκει σύμφωνο είτε όχι, έχει τον τρόπο να σου επιβάλει τους σκοπούς της.
Έχω μέσα έναν κόμπο. Ένα μεγάλο υδάτινο κόμπο που επειδή δεν βγήκε όταν έπρεπε τώρα έχει γίνει γιγάντιος...
Έχω ενα Αχ.Που θέλω να το βγάλω τόσο πολύ.Και να φύγει από μέσα μου. Ενα τόσο μεγάλο Αχ...Και να αδειάσω...Να ησυχάσω...

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

το μόνο που κάνω καλά είναι να ονειρεύομαι


Ψάχνω συνεχώς νέες λέξεις να σε περιγράψω... ακους;
¨Όχι, δε θα χρησιμοποιήσω καμιά λέξη που να υποδηλώνει μαγεία, όνειρο,χάδι, ανάσα, μυρωδιά, άγγιγμα, αγκαλιά, χάσιμο, τρέλα, κενό, χαρά, χαμόγελο, λύπη, δάκρυ, θυμό,σιωπή  και οτιδήποτε άλλο στομφώδες...
Ψίθυρος. Μόνο ψίθυρος. Αυτό είσαι. Ακους;
Ψίθυρος που χώνεται με αυθάδεια στα μαλλιά, στα χείλη, στο μικρό λακάκι του λαιμού,στα δάχτυλα, στο στήθος, στους λοβούς των αυτιών μου...
Δεν υπάρχουν λέξεις να σε περιγράψω. Κανείς δεν θα καταλάβει. κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Κι εγώ συνεχίζω άσκοπα να γράφω κατεβατά, λέξεις κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη, λέξεις που ψάχνουν τρόπο να σε περιγράψουν, να σου δώσουν σάρκα και οστά, να σε κάνουν εικόνα, μυρωδιά, άγγιγμα. 

Μα εσύ δεν περιγράφεσαι. Ακους; Είσαι ιδέα, σκέψη, στίχος, σκηνή από ταινία, είσαι όνειρο.
Κι εγώ το μόνο που κάνω καλά είναι να ονειρεύομαι.

ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ... συνέχεια υπερβολές. 
Μην ακούς.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

"...μα δε θυμάμαι το λόγο..."


 

Είναι δύσκολο ξέρεις. Πολύ δύσκολο. Το μέσα σου να το βγάλεις έξω. Να το αποκαλύψεις, να το εκθέσεις μπροστά σε άλλους. Όχι τον εαυτό που δείχνουμε στους άλλους, τον καλό μας εαυτό, τον τίμιο, τον ευγενικό, το ευχάριστο, τον φιλικό,τον χαρούμενο. 'Οχι δεν μιλάω για αυτό. Αυτό μπορούν να το δουν όλοι. Αυτό αφήνουμε να το δουν όλοι, το “δήθεν” μας. Το άλλο όμως; Θα ήθελα να μπορούσα να πω την αλήθεια την πραγματική αλήθεια όμως, αυτή που ξέρεις πως αν ακουστεί μπορεί να δυαλύσει κυριολεκτικά ακόμα κι εσένα τον ίδιο που θα την ξεστομίσεις. Δεν την λες λοιπόν, την κρατάς και αυτήν και όλες τις άλλες που αν ακουστούν, αν ακουστούν θα πληγώσουν. “Με έχεις πληγώσει πολύ. Ανεπανόρθωτα. Και αυτό πονάει. Και με διαλύει.” Αυτή ίσως είναι μια αλήθεια. Που μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν. Μπορεί όμως να διαλύσει εσένα μόλις την ξεστομίσεις, μόλις την παραδεχτείς. Γιατί άλλο να το σκέφτεσαι, κι άλλο να ακους τη φωνή σου να το λέει. Γι' αυτό δεν το λες. Ούτε χαμηλόφωνα, ούτε ψιθυριστά. Υπάρχει απλά κάπου μέσα στο κεφάλι σου, κάπου στη σκέψη σου. Και όταν κάτι δύσκολο σου τύχει, όταν η ζωή σου φανεί λιγάκι πιο δύσκολη από το κανονικό, όταν έχει πανσέληνο, όταν είναι ανάδρομος ο Ερμής, όταν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μπορεί να συμβεί, η σκέψη κάπου βρίσκει μια χαραμάδα, μια διαολεμένη χαραμάδα κι έρχεται και κάθεται στο κέντρο του μυαλού σου. Στρογγυλοκάθεται λοιπόν εκεί κι εσύ πρέπει να βρεις ένα τρόπο να τη βάλεις στη θέση της πάλι, να την καταχωνιάσεις εκεί που πρέπει να βρίσκεται, γιατί η ζωή συμβαίνει τώρα, και τρέχει και δεν μπορεί να ασχολείται με τα ατακτοποίητα ψυχολογικά σου.
"Σ΄ένα χαρτί όλες οι πληγές τις έγραψα για να΄ναι καθαρές με κόκκινο βάζω αυτές που έχω από σένα...", το λέει και το τραγούδι. Σκέφτομαι και γράφω. Τα γράφεις και μοιάζουν πια να μην αφορούν εσένα, να μην είσαι εσύ πάνω στο χαρτί αλλά κάποιος άλλος. Ήσυχος πια πως τα έχεις ξεφορτωθεί όλα. Ανακουφισμένος πια, λίγο πριν βγεις από το σπίτι, ρίχνεις μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Και ο καθρέφτης χάνεται και βλέπεις τον πραγματικό εαυτό σου...
"Κοίτα με βαθιά στα μάτια... τα βλέπεις δακρυσμένα..; ναι, είναι... μα δε θυμάμαι το λόγο..."

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

τα κομμάτια...


Κάτι η χτεσινή πανσέληνος, κάτι τα αλλόκοτα χτεσινοβραδινά όνειρα, να την η έμπνευση και η συνέχεια από το διαδικτυακό "άρλεκιν" μου!

"Πάλι Νοέμβρης ήταν. Ένας ζεστός, σχεδόν άρρωστος Νοέμβρης. Σα να τους στοιχιώνει αυτός ο μήνας. Σα να έχει πάρει απόφαση να τους σκαλίζει την πλήγη. Βραδινή βόλτα σε ένα μικρό παρακμιακό μαγαζάκι κοντά στην παραλία. Με το αυτοκίνητο του Ορέστη κατέβηκαν οι τρεις τους στην παραλία. Ο Αλέξης ήταν ενθουσιασμένος που θα έβγαιναν οι τρεις τους. Βράδυ Παρασκευής και το μικρό μαγαζάκι στην ακρη σχεδόν της παραλίας γεμάτο με τόσο κόσμο που έμοιαζε με παραστοιβαγμένο σαρδελοκούτι. Η μουσική ακουγόταν μέχρι έξω. Ο κόσμος μέσα χόρευε σε ρυθμούς τσιφτετελιού ή κάποιου δακρύβρεχτου ζειμπέκικου. Ο Αλέξης τράβηξε από το χερί την Αλίκη και σπρώχνοντας δυνατά την πόρτα μπήκαν κι οι δυο μέσα. Ο Ορέστης είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του στο αυτοκίνητο και γύρισε να τα πάρει. ¨Εφτασε μετά από δυο λεπτά. Οι άλλοι δυο είχαν βρει χώρο να καθίσουν απέναντι από μπαρ στην κολώνα με το μικρόστήριγμα για να ακουμπούν ίσα ίσα τα ποτά τους και το τασάκι για τα τσιγάρα. Η Αλίκη καθόταν ήδη στο ψηλό σκαμπό που της βρήκε ο Αλέξης και φαινόταν ευδιάθετη μα κάπως νευρική. Ο Ορέστης ακούμπησε τα τσιγάρα στον πάγκο και έστρεψε το βλέμμα προς το μπαρ για να παραγγείλουν. Ουίσκι βότκα κι ένα ποτήρι κρασί. Τα ποτά ήρθαν, τα ποτήρια τσούγκρισαν, και η βραδιά κυλούσε χαλαρά. Ακόμα κι η νευρικότητα της Αλίκης είχε αρχίσει πια να έχει ατονίσει. Άλλος ένας γύρος ποτά. Ο Ορέστης έμοιαζε πάλι απόμακρος. Ήταν εκεί χαμογελούσε κάποιες στιγμές, αλλά τις περισσότερες στιγμές χανόταν. Κρατούσε το ποτό του, το άφηνε, έστριβε ένα τσιγάρο, κι άλλο ένα, έλεγε δυο κουβέντες με τους άλλους δυο αλλά δεν ηταν πραγματικά εκεί. Η Αλίκη με τον Αλέξη χόρευαν που και που όταν τους άρεσε το τραγούδι που ακουγόταν, πείραζε ο ένας τον άλλο και τσούγκριζαν συνεχώς τα ποτήρια τους χαζογελώντας. Ο Ορέστης έμοιαζε να είναι παρών- απών. Σαν να είχε βγάλει τους άλλους δυο στο πάρκο να παίξουν κι απλά βρισκόταν εκεί για να τους προσέχει. Η Αλίκη το είχε ξαναζήσει αυτό σκηνικό. Αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως δεν θα άφηνε κανέναν Ορέστη να της χαλάσει ούτε τη διάθεση ούτε τη βραδιά με το υπεράνω ύφος του και την αδιαφορία του. Και τελικά αν δεν ήθελε να ερθει ας μην ερχόταν μαζί τους, κανείς δεν τον παρακάλεσε ούτε τον ανάγκασε. Πριν ακόμα πρόλαβεί να ολοκληρώσει τις θυμωμένες σκέψεις της, η μουσική άλλαξε ύφος και τα τσιφτετέλια γύρισαν σε μπαλάντες. Ο Αλέξης είχε βγει έξω λίγο πριν για να μιλήσει στο κινητό. Η Αλίκη κάθισε πάνω στο ψηλό κάθισμα του μπαρ και σιγοτραγουδούσε τη σαχλή μπαλάντα που είχε επιλέξει ο DJ. Και τότε ο Ορέστης έκανε κάτι εντελώς απρόσμενο. Γύρισε προς το μέρος της και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Σφιχτά πολύ, για ώρα την κρατούσε, είχε χωθεί μέσα στην αγκαλιά της. Ξαφνιασμένη κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον χάιδεψε τρυφερά στην πλάτη. Ο Αλέξης γύρισε τους βρήκε αγκαλιασμένους αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Ορέστης σηκώθηκε, έλυσε την αγκαλια του και έψαξε τον καπνό του που είχε αφημένο πάνω στον μικρό πάγκο. Άλλο ένα τσιγάρο, άλλες δυο τρεις κουβέντες αδιάφορες, κι ο Αλέξης να κοιτάζει την Αλίκη και να της γνέφει με τα μάτια πως το είχαν ζήσει ξανά όλο αυτό. De javou. Μα η βραδιά δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο Ορέστης άφησε το τσιγάρο μισοτελειωμένο στο τασάκι, στάθηκε για λίγο και έκλεισε για μια μόνο στιγμη τα βλέφαρα του, σα να σκεφτόταν κάτι. Γύρισε προς την Αλίκη την κοίταξε για λιγότερο από δευτερόλεπτο και την τράβηξε ξανά μέσα στην αγκαλιά του, την έσφιξε πάνω του, ούτε δυνατά ούτε όχι, τόσο όσο για να τη νιώσει. Κι εκείνη σαν κουκλάκι, σαν παιχνίδι άψυχο, αφέθηκε πανω του. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα μαζί. Λίγα δικά τους δευτερόλεπτα.
Ο Αλέξης απλά αναστέναξε. Πάλι θα μαζεύει κομμάτια το επόμενο πρωί..."

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

για μια αγκαλιά



... μια αγκαλιά. Χωρίς να μιλάμε,
χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουμε τι διάολο συμβαίνει στη ζωή μας.
Όχι τυπική, ούτε από υποχρέωση, μια αληθινή αγκαλιά. Μόνο μια αγκαλιά φτάνει…
Θα μπορούσα να φτάσω χιλιόμετρα μακριά μόνο για μια αγκαλιά...
Μόνο για να νιώσω τη ζεστασιά στο στέρνο σου.
Μόνο για να νιώσω δυο χτύπους της καρδιάς σου.
Μια αγκαλιά και δεν υπάρχουν σύνορα γιατί όποιο σύνορο και αν προσπαθήσω να βάλω ξαφνικά αλλάζει θέση... Έτσι που νιώθω πως χάνομαι, πως σε συναντώ για πρώτη φορά, σε γνωρίζω ξανά και ενθουσιάζομαι... Πως το κάνεις αυτό κάθε φορά;
Μια αγκαλιά... Και δύο... Και τρεις...
Και έχω «ξεφύγει»...
Και θέλω να σου δώσω και άλλες τόσες...
Γιατί αυτό έχουν ανάγκη οι ψυχές να κάνουν
και όχι τα σώματα... μια αγκαλιά...
να με χωρέσει ολόκληρη...
με ότι κουβαλώ μέσα μου...
να με κρατήσει σφιχτά και ολοκληρωτικά...
παρά τα όσα...
να με νιώσει και να με τυλίξει...
...μια αγκαλιά που σκαρφαλώνει δειλά τη σκάλα των ονείρων που δεν είχες, που φτάνει εκεί χαμηλά, στο λοβό του αυτιού σου, και ακούει με αμέριστη προσοχή όλες σου τις σιωπές, που μπορεί όταν όλοι οι άλλοι δεν μπορούσαν, που ξέρει όσα οι άλλοι δεν άντεξαν να μάθουν, και που όταν δεν μιλάει σου τα λέει όλα...

με παρέσυρες...
τόσα χρόνια με παρασέρνεις...
αυτό κάνεις...
με παρασέρνεις στην αγάπη...









Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Ε ε εκδρομή!



Θυμάσαι καθόλου εκείνο το συναίσθημα; Τότε που είμασταν μικρά; Θυμάσαι όταν μαθαίναμε πως την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε εκδρομή με το σχολείο; Οverdose ευτυχίας! Να μην μπορείς να κοιμηθείς από την προσμονή! Μου ήρθε σήμερα σαν παλιά μνήμη στην καρδιά αυτό το συναίσθημα... Αυτό της πεταλούδας που χορεύει στο στομάχι σου όταν κάτι εκπληκτικό πρόκειται να συμβεί. Θέλω πεταλούδες να χορέψουν στο στομάχι μου! Πορτοκαλί πεταλούδες! Να έχω κάτι να περιμένω, κάτι που να με ρίξει νοκ αουτ! Ντουπ! Μπαμ και κάτω! Θέλω λίγο αυθορμητισμό! Θέλω λίγο κάτι διαφορετικό! Τι; Ιδέα δεν έχω, μα το θέλω! Ε ε εκδρομή!

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

γιατί μπορείς και κάνεις το μαύρο μου...ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ.





Με τι να γλιτώσω τις εικόνες που πνίγουν το μυαλό μου ;
Φοβάμαι να γράψω.
Μήπως και η ψυχή μου ξεχειλίσει από τις λέξεις και φανερώσει το σχήμα της...
Τραγούδησε μου ένα ξεχασμένο τραγούδι- ξέρεις από κείνα που πονούν, που πάντα κάτι παλιό θυμίζουν.
Θέλω να σε νιώσω ακόμα και σαν πληγή
Δε με νοιάζει. Αρκεί που θα έχω εσένα
Ακόμα και σαν ιδέα
Ό, τι και αν κάνω
η σκέψη σου πάντα με συντροφεύει
με τυραννάει
με ανεβάζει στα σύννεφα
στιγμιαία... σκοτώνει το ελεύθερο είναι μου
μα το ανόητο μυαλό εκεί
κολλάει
βεντουζιασμένο, ραμμένο στενά σε ό,τι ένιωσε έζησε έθαψε ξέχασε...
πώς να στο πω πια που τα λόγια μου χάνουν την αξία τους;
Σε χρησιμοποιώ...
αυτή είναι η αλήθεια. Σε χρησιμοποιώ για να ξεφύγω από ότι με πονάει, ότι με δυσκολεύει.
Χρησιμοποιώ εσένα, την ιδέα σου, τα λόγια σου, τη σιωπή σου, το γέλιο σου,την παρουσία σου, την απουσία σου... 
Σε χρησιμοποιώ... γιατί μπορείς και κάνεις το μαύρο μου... ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

λίγο ακόμα... "πανηγύρι"


 Για λίγο καιρό νόμιζα πως μου τέλειωσε η έμπνευση... αλλά τελικά όχι.Δεν θα γλιτώσετε... Λίγο ακόμα από το γνωστό σήριαλ...

"Η Αλίκη ετοίμαστηκε γρήγορα.Πέταξε μέσα στο σάκο της το μαγιό, μια πετσέτα και μια αλλαξιά ρούχα για το βράδυ και ήταν έτοιμη. Οι άλλοι δυο την περίμεναν έξω από την πόρτα του κήπου μέσα στον παλιό μαύρο "σκαραβαίο". Πέταξε το σάκο στο πορτ μπαγκαζ και ξεκίνησαν.  Δεν είχαν προγραμματίσει αυτή την μικρή εκδρομή. Ο Αλέξης πέταξε την ιδέα κι ο Ορέστης απλώς συμφώνησε- δεν είχε άλλωστε να κάνει και τίποτε καλύτερο. Πως χώρεσε σε όλο αυτό κι η Αλίκη δεν κατάλαβε κανείς. Κάτα κάποια σατανική σύμπτωση είχαν ξεμείνει και οι τρεις τους χωρίς να έχουν κανονίσει τίποτε για το 3ήμερο. Από μια άδεια λοιπόν Αθήνα - παραμονές 15 Αύγουστος- ξεκίνησαν για το χωριό τον αγοριών με μια μικρή στάση όμως λίγο πριν για μια βουτιά στη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν απόλυτα ήρεμη, το νερό ζεστο κι η παραλία σχεδόν άδεια από κόσμο. Έκατσαν στην άμμο μέχρι να στεγνώσουν κι έπειτα ξεκίνησαν πάλι για το χωριό. Η διαδρομή ήταν γεμάτη στροφές κι Αλίκη ήταν συνεχώς ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα. Όλα γύριζαν γύρω της.
Έφτασαν στο χωριό μετά από λίγη ώρα. Ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριουδάκι  κοντά στο Ναύπλιο. Ανέβηκαν τη σκάλα του σπιτιού φορτωμένοι με πράγματα κι ο Αλέξης άνοιξε την παλιά ξύλινη πόρτα. Το σπίτι ήταν παλιό μα πολύ προσεγμένο και καθαρό. Μια γειτόνισσα είχε αναλάβει την περιποίηση του σπιτιού για να βρίσκεται πάντα σε καλή κατάσταση. Είχε ειδοποιήσει ο Αλέξης τελευταία στιγμή πως θα έρχονταν, κι όλα ήταν έτοιμα. Καθαρά σεντόνια, ζεστό νερό, και φυσικά το τραπέζι στρωμένο και φαγητό μαγειρεμμένο να τους περιμένει.
Το κολύμπι στη θάλασσα τους είχε ανοίξει την όρεξη και κάθησαν κι οι τρεις αμέσως στο τραπέζι. ο Ορέστης πείραζε τον Αλέξη γιατο πόσο γρήγορα τρώει και η Αλίκη γελούσε. Πραγματικά γελούσε με την ψυχή της.
Η ώρα περνούσε κι έπρεπε να ετοιμαστούν για το πανηγύρι. θα περνούσαν από το σπίτι κάποιοι παιδικοί φίλοι από το χωριό για να πάνε όλοι μαζί. η παρέα έφτασε και όλοι μαζί περπατώντας έφτασαν μέχρι την πλατεία του χωριού που είχε στήθει ήδη το γλέντι. Τεράστιες ουρές από τραπέζια το ένα δίπλαστο άλλο κάλυπταν όλη την πλατεία αλλά και τους γύρω δρόμους, και στο κέντρο μια μεγάλη σκηνή με τους οργανοπαίχτες και τους τραγουδιστές. τα καλαματιανά, τα τσάμικα και τα νησιωτικά είχαν ξεσηκώσει μικρούς και μεγάλους και η πίστα έμοιαζε έτοιμη να βυθιστεί.
Η παρέα κάθισε σε ένα μεγάλο τραπέζι σχεδόν μπροστά στην πίστα. Τα αγόρια έβαλαν την Αλίκη να καθίσει ανάμεσά τους. Τα ποτήρια γέμισαν κρασί και ουίσκι και τα στην υγεία μας έδιναν κι έπερναν. Η Αλίκη δεν ήξερε σχεδόν κανένα εκτός από μια φίλη των αγοριών. Δεν την ένοιαζε τίποτα ομως. Καθόταν δίπλα στον Ορέστη που της γέμιζε το ποτήρι και την ρωτούσε τι άλλο θα ήθελε. Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί, τρελαινόταν να τον βλέπει να την νοιάζεται και να την προσέχει, έστω κι αν αυτό κρατούσε μόνο μερικά λεπτά ή και δευτερόλεπτα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη της κι Ορέστης είχε γυρίσει και μιλούσε με μια κοπέλα που καθησε δίπλα του. Μιλούσε αρκέτη ώρα. Η Αλίκη στην αρχή σκέφτηκε να αδιαφορήσει. Άλλωστε τι του ήταν η Αλίκη του Ορέστη; Τίποτα, ουτε καν φίλη. Η ώρα περνούσε όμως κι εκείνη άρχιζε να μην μπορεί να κάτσει στην καρέκλα, στριφογυρνούσε πότε από δω και πότε από κει. Κι εκείνος συνέχιζε τη συζήτηση και τα χαζογελάκια με εκείνη την κοπέλα. Ζήλευε. Ζήλευε τόσο η Αλίκη που αν δεν σηκωνόταν εκείνη τη στιγμή να χορέψει μαζί με τους άλλους που την τράβηξαν απ'το χέρι, θα έπιανε την άδεια πλαστική καρέκλα από δίπλα της και θα την προσγείωνε πάνω στο κεφάλι του Ορέστη.
Ευτυχώς όμως χόρεψε μαζί με τους υπόλοιπους για ώρα και ξεχάστηκε και ξεθύμανε κάπως η ζήλεια που της έτρωγε τα σωθηκα. Όταν πια κουράστηκε από το χορό κάθησε πάλι στο τραπέζι αλλά όχι στην ίδια θέση. Κάθισε μαζί με κάποια κορίτσια που γνώρισε λιγό πιο πέρα. Κι ούτε που γύρισε να ξανακοιτάξει τον Ορέστη. Ευτυχώς που ο εγωισμός της την σώζει από το να γίνεται εντελώς σκουπίδι για χάρη του. Κι αυτή η ζήλεια της; Γιατί της μιλάει; Γιατί χαχανίζει μαζί της; Τι σε νοιάζει Αλίκη; Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ;
μα ένα άγγιγμα πίσω στον ώμο της σταμάτησε κάθε της σκέψη. ¨Ηταν ο Ορέστης. "Γιατί ήρθες και κάθησες εδώ;"τη ρώτησε γλυκά. "Έτσι", απάντησε εκείνη με το γνωστό παιδιάστικο κατσούφικο ύφος. "Έλα σήκω να πάμε να κάτσεις στη θέση σου". "Όχι θα κάτσω εδώ". "Αλίκη σήκω. Έλα σε παρακαλώ".   Κι εκείνη σηκώθηκε. Την έπιασε από το χέρι και κάθησαν ξανά στις θέσεις τους. Τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη. Δεν έβλεπε πάλι τίποτε μπροστά της μόνο πεταλούδες. Πορτοκαλί πεταλούδες. Την έκανε ότι ήθελε εκείνος. Δεν μπορούσε να του πει όχι σε τίποτα. Έβαλε το χέρι του στο πίσω μέρος της καρέκλας της και την αγκάλιασε. Την καρέκλα, όχι την Αλίκη."

συνεχίζεται...








Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Φτηνά τσιγάρα...

Με αφορμή την επαναπροβολή της ταινίας στους κινηματογράφους , ένα μίκρο απόσπασμα από την ταινία:

"Θα 'θελα τόσο πολύ να σ' εντυπωσίασω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη σαν μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν΄αρχίσω, ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα: είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό κι άγριο πράγμα του κόσμου...στιγμές. Όταν έχω αυτό τον ξαφνικό πόθο να πετάξω και δεν έχω που να πετ...άξω...κρύβομαι στη συλλογή μου, γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές...τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές...σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια λόγια...Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι απ' αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα"(ΡΕΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ)

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

ήταν άδειο...


ένα ακόμη απόσπασμα από το σήριαλ...


"Το στάδιο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Θορυβώδεις φοιτητοπαρέες, τριαντάρηδες αμετανόητοι ρόκερ, πιτσιρικάδες με τα κορίτσια τους, μαμάδες, μπαμπάδες, παιδάκια, όλοι με μια ροκ διάθεση, έτοιμοι να απολαύσουν το διάσημο συγκρότημα. 
Η Αλίκη ακολουθούσε τον Ορέστη που ανέβαινε τα σκαλιά του δεύτερου διαζώματος, ψάχνοντας να βρει τις θέσεις τους. Θέσεις για τους δυο τους, για εκείνη και τον Ορέστη. Εισιτήρια μόνο δυο, μόνο για εκείνη και τον Ορέστη. Πρώτη φορά οι δυο τους, μόνο οι δυο τους, χωρίς τον Αλέξη ή την Ηλέκτρα, χωρίς κανένα άλλο. Η χαρά της Αλίκης ήταν τόση που με κόπο πολύ κατάφερνε να μην έχει ένα τεράστιο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο της. Μα πώς να κρύψει τον ενθουσιασμό της; Ακόμα κι αν έκρυβε το χαμόγελο, τα μάτια της έλαμπαν! Ο Ορέστης βρήκε τις θέσεις και γύρισε προς την Αλίκη για να της δείξει που να κάτσει. Άφησαν τα ποτήρια με το αναψυκτικό κάτω από τις καρέκλες, τακτοποιήθηκαν στις θέσεις και άρχισαν να παρατηρούν τον κόσμο γύρω τους. Οι πρώτοι ήχοι της κιθάρας που ακούστηκε, σταμάτησαν όλους τους ψιθύρους. Η συναυλία είχε αρχίσει.
Η Αλίκη προσπαθούσε να συγκεντρώσει το βλέμμα της στη σκηνή, αλλά δεν ήταν εύκολο. Γυρνούσε κάθε λίγο δίπλα της και κοιτούσε τον Ορέστη. Με το βλέμμα του προσηλωμένο στη σκηνή, κρατούσε στο χέρι το τσιγάρο και το περιεργαζόταν ανάμεσα στα δάχτυλα του. Μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και σιγοψιθύριζε μερικούς στίχους από κάποιο αγαπημένο τραγούδι. Κι εκείνη ακουμπούσε το χέρι της πάνω στο δικό, δεν μπορούσε να αντισταθεί, να μην τον αγγίξει. Κι εκείνος έπιανε το χέρι της και το κρατούσε προσεκτικά μέσα στην παλάμη του, μπέρδευε τα δάχτυλα του με τα δικά της κι ήταν σα να έλεγαν μεταξύ τους ιστορίες ολόκληρες χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα.
Η συναυλία πλησίαζε στο τέλος κι Ορέστης έγειρε για λίγο το κεφάλι του στον ώμο της. Τα χέρια της Αλίκης έμειναν στη θέση τους κρεμασμένα σαν παράλυτα. Να τον αγκαλιάσει; Ούτε λόγος… Κι αν τον αγκάλιαζε και δεν μπορούσε να τον αφήσει; Αν τον έσφιγγε πάνω της και δεν άνοιγε ξανά τα χέρια της να μην της φύγει; Όχι. Σήκωσε το χέρι της και του χάιδεψε τα μαλλιά, κι έπειτα το κατέβασε αμέσως. Το συγκρότημα τραγουδούσε το τελευταίο τραγούδι. Ο Ορέστης σήκωσε το κεφάλι του από τον ώμο της. Τα φώτα άναψαν, η συναυλία είχε τελειώσει.
Ο κόσμος άρχισε να φεύγει και σηκώθηκαν κι οι δυο τους. Την έσπρωξε απαλά για να προχωρήσει μπροστά και καθώς κατέβαιναν τα σκαλοπάτια την κρατούσε από τους ώμους. Έφτασαν στην έξοδο μα ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που με δυσκολία μπορούσαν να περπατήσουν. Και τότε την έπιασε απαλά από το χέρι και ξεκίνησε να προχωράει μπροστά και να ανοίγει δρόμο. Την κρατούσε σταθερά μα χωρίς να της σφίγγει το χέρι. Η Αλίκη δεν σκεφτόταν τίποτα, παρά μόνο πως δεν ήθελε να της αφήσει το χέρι. Μόνο αυτό. Να την κρατάει από το χέρι και να περπατάνε ανάμεσα στον κόσμο. Είχε αφεθεί να την οδηγεί εκείνος, ανάμεσα στον κόσμο, να διασχίζουν το δρόμο, τα φανάρια, εκείνος ακόμα να την κρατά από το χέρι. Σα να ήταν μικρό παιδί. Κι εκεί, λίγο πριν φτάσουν δίπλα στο αυτοκίνητο, το χέρι της ήταν και πάλι μόνο, χωρίς το δικό του… άδειο…

 Το χέρι της ακουμπισμένο πάνω στο κατάλευκο μαξιλάρι, η παλάμη να κοιτάζει το ταβάνι κι ο ιδρώτας να δημιουργεί μια μικρή λίμνη σχεδόν στο κέντρο της. Η ανάσα της βιαστική, ανήσυχη, και τα βλέφαρα της να τρεμοπαίζουν. Έβλεπε όνειρο. Έκλεισε την παλάμη και την έσφιξε δυνατά σαν γροθιά. Με κάποιον μάλωνε στον ύπνο της, κάποιος σα να την είχε θυμώσει.
Η εξώπορτα έκλεισε με κρότο, και η Αλίκη ξύπνησε απότομα. Ιδρωμένη, χωρίς να μπορεί ακόμα να καταλάβει που βρίσκεται κοίταξε το χέρι της… ήταν άδειο…"


Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

στο μικροσκόπιο...


Μικροσκόπιο πάνω από την κάθε μας στιγμή, μην θυμηθώ κανένα βλέμμα καμιά κουβέντα παραπάνω…
Κι εσύ που νομίζεις ότι με ξέρεις, τίποτα δεν έχεις καταλάβει. Φταις κι εσύ. Μας έφαγαν τα λόγια. Τους δώσαμε θάρρος.
Κουράστηκα να μπαλώνω τις τρύπες τους...
Άραγε οι σκέψεις, οι ιδέες, οι επιθυμίες, οι αναμνήσεις... είναι πραγματικότητα;
Εξήγησέ μου τη διαφορά. Δείξε μου τα όρια και ίσως σε πιστέψω...
Πες μου εσύ τι κατάλαβες που τα εκλογίκευσες όλα... Κατάφερες να μπεις σε δαιδαλώδεις και άνευ σημασίας σκέψεις και να σου γεννηθούν αμφιβολίες μέσα κι έξω. Φιλοσοφείς εκεί που δε χρειάζεται. Βάζεις σε καλούπια όσα δεν επιδέχονται σχεδόν καθόλου "συμμάζεμα" και υπερβολικό ψάξιμο. Χάνεις την ουσία…
Μα άλλο τρόπο εγώ δεν έχω…
Η φαντασία κι οι δυνάμεις λύγισαν…
Η αναμαλλιασμένη σκέψη μου κι η ξεφτισμένη λογική μου γίνονται αλυσίδες και σφίγγουν τα χέρια μου ώσπου να τα λιώσουν εντελώς.
Κι ύστερα οι λέξεις φυλακίζονται και υψώνονται εις τον κύβο, διογκωμένες από την αχρηστία.
Θέλω. Να μιλήσω.
Θέλω. Να αρπάξω με μανία το μέσα μου και να το πετάξω στα πόδια σου.
Να αδειάσω μέχρι τέλους τις λέξεις που μου ξεσκίζουν το στομάχι…

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

τα παραμύθια δεν βγαίνουν ποτέ αληθινά


Λένε πως τα παραμύθια δεν βγαίνουν ποτέ αληθινά. Και τι μ' αυτό; Αν έβγαιναν αληθινά δεν θα ‘ταν παραμύθια. Εγώ παραμυθιάζομαι… το ‘χω ανάγκη. 
Ίσως να θέλω να παραμυθιαστώ ότι θα ζήσουν όλοι καλά και εμείς καλύτερα… Παραμυθιάζομαι, κυλιέμαι πάνω σε παραμύθια. Όταν σηκώνομαι δεν με νοιάζει να τινάξω το παντελόνι μου που γέμισε γρασίδι, αστρόσκονη και σοκολάτα αμυγδάλου. Απλά όταν κοιτιέμαι στον καθρέφτη βλέπω πως πάλι έχω φάει τα μούτρα μου... Παραμυθιάζομαι, όταν δεν μπορώ να νικήσω τους φόβους μου… Παγιδεύομαι, όταν η πραγματικότητα χτυπάει βίαια τη φαντασία μου.  Όλο κάτι βρίσκεται να παραμυθιάζομαι…
Νιώθω πως ακροβατώ επικίνδυνα επάνω σε ένα σχοινί… Ο εαυτός μου συγκεντρώνεται, ισορροπεί, προχωρά και στο τέλος του σχοινιού υπάρχει ένα βέλος. Το βέλος που δείχνει προς τα κάτω. Δεν υπάρχει δίχτυ ασφαλείας, αυτό τουλάχιστον το ξέρω πολύ καλά…Κι οι θεατές εκεί…
Περιμένουν το επόμενο βήμα μου... Παραμυθιάζομαι κι επαναλαμβάνομαι…
Που θα με πάει το παραμύθι; Παραμυθάκι μου…
Είσαι το παραμυθάκι μου. Όχι, μην το ακούς υποτιμητικό. Το παραμυθάκι, είναι κάτι αγαπημένο, κάτι σημαντικό, κάτι μαγικό, κάτι όχι αληθινό. Φανταστική μου μικρή ιστορία. Σε κουβαλάω στο μυαλό μου, και σε έχω κάπου εκεί κρυμμένο, να μη σε βρίσκει κανείς, μόνο εγώ. Όταν όλα μου μοιάζουν δύσκολα, όταν όλα τα βρίσκω ανούσια και άχρωμα, όταν φοβάμαι και όταν λυπάμαι, ψάχνω και σε βρίσκω, εκεί μέσα στα παράξενα του μυαλού μου. Κι εσύ είσαι πάντα εκεί, και χαμογελάς, πάντα χαμογελάς λες και ξέρεις τη λύση κάθε μεγάλου και μικρού προβλήματος! Πάλι σε έψαξα  παραμυθάκι μου. Δεν ήθελα να σε ξεχάσω. Γιατί όταν σε ξεχνάω, που συμβαίνει όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, με πιάνουν κλάματα. Ήθελα να σε έχω μαζί μου να με κρατάς. Να με κρατήσεις όσο γίνεται πιο πολύ , όσα μικροδευτερόλεπτα γίνεται να με κρατήσεις κοντά σε όσα ήξερα ως τότε. Δε θέλω να σε χάσω ποτέ παραμυθάκι μου. Ποτέ. Όχι, δεν θα συμβεί κάτι τρομακτικό αν σε χάσω, δε θα συμβεί τίποτα τραγικό, τίποτα που θα κάνει τη γη να σταματήσει να γυρίζει, τίποτα που θα κάνει εμένα να μην αναπνέω. Κι όμως ...  θα χάσω τα χρώματα μου παραμυθάκι, θα χάσω τις γεύσεις μου, θα χάσω του ήχους μου. Μείνε παραμυθάκι μου. Μείνε.