BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Παραλήρημα...


- Παραλήρημα!
- Τι παραλήρημα, χριστιανή μου;
- Έτσι λέγεται αυτό το απόσπασμα;
-Ποιο απόσπασμα;
- Αυτό καλέ, από το σήριαλ υπερπαραγωγή του Φώσκολου!
- Ωχ! Όχι πάλι! Δεν λες να το βάλεις κάτω, έτσι;
- Όχι ρε, αστειεύεσαι; Περιμένω να με ανακαλύψει κάποιος παραγωγός και να επενδύσει τα ωραία του λεφτάκια, στο ελπιδοφόρο αυτό project!!!
- Χα!χα! Έμαθες και τα project τρομάρα σου!
- Άντε ρε βλήμα! Αφού με δουλεύεις δεν θα σου διαβάσω το απόσπασμα!
- Θα το πάρω και θα το διαβάσω μόνη μου!
- Φέρτο πίσω σου λέω!
- Δεν στο δίνω!
- Ότι θες κάνε! Ουφ με ζάλισες!

"Καθισμένη στη μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα του υπνοδωματίου, με τα πόδια δεμένα οκλαδόν και το φορητό υπολογιστή ακουμπισμένο πάνω τους, κοιτούσε χωρίς βλέμμα την οθόνη. Κοιτούσε την οθόνη μα το βλέμμα της την διαπερνούσε. Το μυαλό της ταξίδευε, χωρίς έλεγχο, χωρίς ειρμό. Τι ήταν πια αληθινό και τι φανταστικό; Μήπως όλα ήταν ένα σήριαλ με συνέχειες στο μυαλό της; Ήθελε να γράψει τα πάντα. Κάθε μικρή, πιθανή και απίθανη λεπτομέρεια. Να μην ξεχάσει τίποτε. Να μπορούσε να βρει λέξεις να αποτυπώσει ακόμα και τη μυρωδιά του. Ακόμα και τον μικρό γδάρσιμο από τα γένια του στο πρόσωπο της. Την μικρή αμυχή που είχαν τα χείλη του. Τον τρόπο που τα  δάχτυλα του πως μπλέχτηκαν με τα δικά της. Βρήκαν τη θέση τους σαν να ήταν εκεί από πάντα. Αγκαλιάστηκαν τα δάχτυλα και κλείδωσαν εκεί. Και μετά η αγκαλιά του. Πάντα σταματούσε ο χρόνος στην αγκαλιά του. Και μετά την φίλησε. Όχι, εκείνη τον φίλησε. Όχι, εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του. Όχι, όχι. Δεν θυμάται. Τι σημασία έχει όμως; Θυμάται σίγουρα πως το δεξί της χέρι ακουμπούσε στο μάγουλο του, και τα πρόσωπα τους πλησίαζε διστακτικά το ένα το άλλο ώσπου  έγιναν ένα. Δεν ξεχώριζες πια που ξεκινούσε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος. Δυο πρόσωπα σε ένα... Και τότε σαν κάποιος να άνοιξε πάλι το διακόπτη. Το μυαλό της άρχιζε ξανά να δουλεύει, και η λογική παραμέρισε το συναίσθημα. Τι έκανε; Τι έκανε χωμένη μέσα στην αγκαλιά του; Τινάχτηκε απότομα σα να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και  σηκώθηκε απότομα από την αγκαλιά του, και έφυγε. Έτσι ξαφνικά, γύρισε την πλάτη της κι έφυγε.
Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε.  Μα, πρέπει να το ξέρει καλά πως δε το ήθελε. Το χέρι της το οδήγησε το μυαλό της όμως που φάνηκε πιο δυνατό από την καρδιά της. Πως μπόρεσε να ξεκολλήσει το χέρι της από το πρόσωπο του; Πως μπόρεσε; Που την βρήκε τη δύναμη;
Κοιτούσε το χέρι της κι έπειτα το έσφιξε μια γροθιά και το χτύπησε με δύναμη. Ο πόνος σα να την ξύπνησε από το λήθαργο.
Άρχισε να πληκτρολογεί με μανία όσα ήθελε να μην ξεχάσει. Τα δάχτυλα της χτυπούσαν με μανία τα πλήκτρα. Να μην ξεχάσει. Θεέ μου, να μην ξεχάσει…
«Αλίκη, Αλίκη!», μια φωνή από το βάθος του σπιτιού σταμάτησε το παραλήρημα της… «Αλίκη»!"

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

τα ζαχαρωτά




Όταν ακούς τον εαυτό σου να λέει δυνατά πράγματα τόσο «δικά» σου, που δεν τα αρθρώνεις εύκολα, τρομάζεις. Τρομάζεις με την ευκολία που βγαίνουν από το στόμα σου, τρομάζεις γιατί κάνεις και αυτόν που σε ακούει να τρομάξει. Κι εσύ απλά εκσφενδονίζεις λέξεις, και χτυπάς αλύπητα αυτόν που βρίσκεται απέναντι σου. Καμία πρόθεση δεν είχες για κάτι τέτοιο, αλλά δεν είχες προβλέψει τις ερωτήσεις του απέναντι σου. Και μια ερώτηση σε τσιγκλάει να μιλήσεις. Και ξεκινάς να λες την αλήθεια σου, όσο πιο απλά μπορεί κάτι να ειπωθεί. Σαν παιδάκι που εξομολογείται πως έχει αδυναμία στα ζαχαρωτά. Κι ο απέναντι αδυνατεί να καταλάβει γιατί αγαπάς τα ζαχαρωτά. Γιατί; Μπορεί να έχουν γλυκιά γεύση, μπορεί να έχουν όμορφα χρώματα, να είναι σε φαντεζί σακουλάκια, αλλά ο απέναντι προσπαθεί να σε πείσει- και μπορεί να έχει και δίκιο- πως όσο κι αν εσύ νομίζεις πως τα ζαχαρωτά σου κάνουν καλό, εκείνα το πιθανότερο είναι να κρύβουν κάποιο «αγκάθι». Μπορεί τελικά να σου χαλάσουν τα δόντια. Και τι με αυτό; Το θέμα είναι πως το μόνο που έχει σημασία είναι πως κάνουν τους αισθητήρες της γεύσης σου να τρελαίνονται από ευτυχία. Παρανοϊκό; Και ποιος νοιάζεται; Αφού εσύ έτσι το νιώθεις, γιατί πρέπει κάποιος να έρθει να εκλογικεύει το συναίσθημα σου; Γιατί οι άνθρωποι νομίζουν πως ότι εκείνοι δεν βλέπουν , δεν ακούν ή δεν αισθάνονται δεν υπάρχει;
Κάνε ησυχία απόψε βράδυ, σε παρακαλώ.
Αν ψιθυρίσω απόψε ,θέλω να καταφέρω να ακούσω τα
λάθη και τα σωστά τον σκέψεων μου.
Να μάθω τι είμαι. Έστω για μια φορά,
να ξεχωρίσω τη γεύση της επιθυμίας μου
από χίλιες άλλες και να την επιλέξω. Κι ας επιλέξω πάλι ζαχαρωτά. Κι ας χαλάνε τα δόντια, κι ας παχαίνουν.


Επιμένω να ζω στον κόσμο μου...
γιατί είναι καλύτερος.
και πια δεν με νοιάζει να πείσω κανέναν για τίποτα...

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

μέχρι να ξημερώσει

-Μάλλον η αϋπνία, φέρνει έμπνευση τι να πω;
-Έμπνευση το λες αυτό;
-Ε,καλά δεν είναι και ο Σέξπιρ! 
-Αυτό σου έλειπε,να μας πεις πως είσαι!
-Μμμμμ!
-Τι μουγκρίζεις καλέ; Άντε το πολύ πολύ να γράψεις κανένα Άρλεκιν!
-Καλά, διάβασε τώρα το "Άρλεκιν", και πες μου τη γνώμη σου!
-θα μου πεις τι γίνεται στο τέλος; 
-Θα σου πω! 
-Τι γίνεται;
-Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!
-Τι εννοείς; 
-Τίποτα δεν εννοώ, αυτό που σου λέω!
-Ωχ! Μας υποχρέωσες εσύ κι οι γρίφοι σου!
-Άντε, διάβασε το και σταμάτα τη γκρίνια! Μου έβγαλες την ψυχή πάλι!



 «Θα μείνεις μαζί μας, πάει και τελείωσε», της είπε αυστηρά ο Αλέξης. «Αλίκη, ούτε να το σκέφτεσαι, δεν πρόκειται να σε αφήσω να μείνεις μόνη σου στο σπίτι στην κατάσταση που βρίσκεται, είναι επικίνδυνο, κατάλαβες;»! Η Αλίκη είχε μείνει ανέκφραστη, μα το βλέμμα της πρόδιδε πως φοβόταν πολύ. Στο σπίτι του Αλέξη έμενε κι ο Ορέστης. Πως θα έμεναν ένα ολόκληρο βράδυ μαζί; Στο ίδιο σπίτι;
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της ο Αλέξης την είχε πιάσει από το χέρι και την τραβούσε μέσα στο σπίτι. «Αλέξη, καλύτερα να πάω να μείνω στην Ηλέκτρα», πρόλαβε να ψελλίσει η Αλίκη. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Σιγά μην τρέχεις μέσα στη νύχτα στο κέντρο. Τελείωσε η συζήτηση». Μπήκαν κι οι δυο στο καθιστικό. Ο Ορέστης καθισμένος στον καναπέ, ξυπόλητος και φορώντας μια φαρδιά χακί βερμούδα, ακουμπούσε στα πόδια του το φορητό υπολογιστή, και ήταν απόλυτα προσηλωμένος σε κάποιου είδους σπουδαία εργασία. Ούτε μια ματιά δεν έριξε στην Αλίκη και τον Αλέξη που πέρασαν από μπροστά του, ούτε που ρώτησε τίποτα.
«Λοιπόν θα κοιμηθείς στο διπλό κρεβάτι! Ο μπαμπάς λείπει για το σαββατοκύριακο, οπότε είναι όλο δικό σου! Καινούρια σεντόνια έχει στο ντουλάπι!»,της χαμογέλασε ο Αλέξης. «Πεινάς; Θες να σου φέρω κάτι από την κουζίνα;»,της είπε. «Όχι Αλέξη μου! Θα κάνω ένα ντους και θα ξαπλώσω! Εντάξει;», του είπε και του χάιδεψε με το χέρι της τα μαλλιά. «Αν θες κάτι φώναξε με αμέσως, εντάξει;». «Εντάξει, μην ανησυχείς».
Ο μικρός χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου. Η Αλίκη μπήκε στο μπάνιο για να κάνει ντους. Έκλεισε τη βρύση, βγήκε από το μπάνιο και ξαναμπήκε στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξε το ντουλάπι, βρήκε τα σεντόνια που της είπε ο Αλέξης και τα έστρωσε στο κρεβάτι. Προχώρησε προς το παράθυρο και το βλέμμα της έπεσε στο φως του καθιστικού. Ήταν ακόμα αναμμένο. Ο Ορέστης ήταν ακόμα εκεί. Έκλεισε το παράθυρο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, στη δεξιά άκρη του, τόσο άκρη που λίγο ακόμα και θα βρισκόταν από κάτω. Ξάπλωσε στο πλάι  σχεδόν σε εμβρυική στάση, και κοιτώντας επίμονα την πόρτα του δωματίου, λες και κάτι περίμενε, την πήρε ο ύπνος.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και το τρίξιμο της πόρτας που άνοιξε την ξύπνησε. Είδε την φιγούρα του να στέκεται μπροστά από την κλειστή πόρτα, κι αμέσως μετά να ξαπλώνει δίπλα της στο κρεβάτι και να χώνεται στην αγκαλιά της. Σαν μικρό παιδί, με την πλάτη του να ακουμπάει στο στήθος της, έμεινε εκεί ακίνητος. Για ώρα, για πολύ ώρα χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Η καρδιά της Αλίκης άρχισε να χτυπά σε έναν ρυθμό τρελό, σε ένα ρυθμό δυνατό και ακαθόριστο, σ’ ένα ρυθμό νευρικό. Ένιωθε πως η καρδιά της θα σταματούσε, θα έσπαγε από τον χτύπο. Κι εκείνος τον άκουγε;  Τον ένιωθε να σφυροκοπάει πάνω του, αφού το στέρνο της ακουμπούσε στην πλάτη του; Δεν μπορούσε να σταματήσει να χτυπάει δυνατά η καρδιά της. Ο θόρυβος έφτανε εκκωφαντικός στα αυτιά της. Προσπαθούσε να ηρεμίσει, να μείνει σχεδόν ακίνητη, να αναπνέει αθόρυβα. Να μην τελειώσει η στιγμή, η δική τους στιγμή. Να μην περάσει η ώρα. Να μην ξημερώσει. Κοίταξε ξανά την αγκαλιά της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Ορέστης βρισκόταν στην αγκαλιά της, στη δική της αγκαλιά, μέσα στα χέρια της, ξαπλωμένος, ήρεμος, και δικός της. Μόνο δικός της.  Έστω μέχρι να ξημερώσει.