-Μάλλον η αϋπνία, φέρνει έμπνευση τι να πω;
-Έμπνευση το λες αυτό;
-Ε,καλά δεν είναι και ο Σέξπιρ!
-Αυτό σου έλειπε,να μας πεις πως είσαι!
-Μμμμμ!
-Τι μουγκρίζεις καλέ; Άντε το πολύ πολύ να γράψεις κανένα Άρλεκιν!
-Καλά, διάβασε τώρα το "Άρλεκιν", και πες μου τη γνώμη σου!
-θα μου πεις τι γίνεται στο τέλος;
-Θα σου πω!
-Τι γίνεται;
-Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!
-Τι εννοείς;
-Τίποτα δεν εννοώ, αυτό που σου λέω!
-Ωχ! Μας υποχρέωσες εσύ κι οι γρίφοι σου!
-Άντε, διάβασε το και σταμάτα τη γκρίνια! Μου έβγαλες την ψυχή πάλι!
«Θα μείνεις μαζί μας, πάει και τελείωσε», της είπε αυστηρά ο Αλέξης. «Αλίκη, ούτε να το σκέφτεσαι, δεν πρόκειται να σε αφήσω να μείνεις μόνη σου στο σπίτι στην κατάσταση που βρίσκεται, είναι επικίνδυνο, κατάλαβες;»! Η Αλίκη είχε μείνει ανέκφραστη, μα το βλέμμα της πρόδιδε πως φοβόταν πολύ. Στο σπίτι του Αλέξη έμενε κι ο Ορέστης. Πως θα έμεναν ένα ολόκληρο βράδυ μαζί; Στο ίδιο σπίτι;
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της ο Αλέξης την είχε πιάσει από το χέρι και την τραβούσε μέσα στο σπίτι. «Αλέξη, καλύτερα να πάω να μείνω στην Ηλέκτρα», πρόλαβε να ψελλίσει η Αλίκη. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Σιγά μην τρέχεις μέσα στη νύχτα στο κέντρο. Τελείωσε η συζήτηση». Μπήκαν κι οι δυο στο καθιστικό. Ο Ορέστης καθισμένος στον καναπέ, ξυπόλητος και φορώντας μια φαρδιά χακί βερμούδα, ακουμπούσε στα πόδια του το φορητό υπολογιστή, και ήταν απόλυτα προσηλωμένος σε κάποιου είδους σπουδαία εργασία. Ούτε μια ματιά δεν έριξε στην Αλίκη και τον Αλέξη που πέρασαν από μπροστά του, ούτε που ρώτησε τίποτα.
«Λοιπόν θα κοιμηθείς στο διπλό κρεβάτι! Ο μπαμπάς λείπει για το σαββατοκύριακο, οπότε είναι όλο δικό σου! Καινούρια σεντόνια έχει στο ντουλάπι!»,της χαμογέλασε ο Αλέξης. «Πεινάς; Θες να σου φέρω κάτι από την κουζίνα;»,της είπε. «Όχι Αλέξη μου! Θα κάνω ένα ντους και θα ξαπλώσω! Εντάξει;», του είπε και του χάιδεψε με το χέρι της τα μαλλιά. «Αν θες κάτι φώναξε με αμέσως, εντάξει;». «Εντάξει, μην ανησυχείς».
Ο μικρός χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου. Η Αλίκη μπήκε στο μπάνιο για να κάνει ντους. Έκλεισε τη βρύση, βγήκε από το μπάνιο και ξαναμπήκε στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξε το ντουλάπι, βρήκε τα σεντόνια που της είπε ο Αλέξης και τα έστρωσε στο κρεβάτι. Προχώρησε προς το παράθυρο και το βλέμμα της έπεσε στο φως του καθιστικού. Ήταν ακόμα αναμμένο. Ο Ορέστης ήταν ακόμα εκεί. Έκλεισε το παράθυρο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, στη δεξιά άκρη του, τόσο άκρη που λίγο ακόμα και θα βρισκόταν από κάτω. Ξάπλωσε στο πλάι σχεδόν σε εμβρυική στάση, και κοιτώντας επίμονα την πόρτα του δωματίου, λες και κάτι περίμενε, την πήρε ο ύπνος.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και το τρίξιμο της πόρτας που άνοιξε την ξύπνησε. Είδε την φιγούρα του να στέκεται μπροστά από την κλειστή πόρτα, κι αμέσως μετά να ξαπλώνει δίπλα της στο κρεβάτι και να χώνεται στην αγκαλιά της. Σαν μικρό παιδί, με την πλάτη του να ακουμπάει στο στήθος της, έμεινε εκεί ακίνητος. Για ώρα, για πολύ ώρα χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Η καρδιά της Αλίκης άρχισε να χτυπά σε έναν ρυθμό τρελό, σε ένα ρυθμό δυνατό και ακαθόριστο, σ’ ένα ρυθμό νευρικό. Ένιωθε πως η καρδιά της θα σταματούσε, θα έσπαγε από τον χτύπο. Κι εκείνος τον άκουγε; Τον ένιωθε να σφυροκοπάει πάνω του, αφού το στέρνο της ακουμπούσε στην πλάτη του; Δεν μπορούσε να σταματήσει να χτυπάει δυνατά η καρδιά της. Ο θόρυβος έφτανε εκκωφαντικός στα αυτιά της. Προσπαθούσε να ηρεμίσει, να μείνει σχεδόν ακίνητη, να αναπνέει αθόρυβα. Να μην τελειώσει η στιγμή, η δική τους στιγμή. Να μην περάσει η ώρα. Να μην ξημερώσει. Κοίταξε ξανά την αγκαλιά της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Ορέστης βρισκόταν στην αγκαλιά της, στη δική της αγκαλιά, μέσα στα χέρια της, ξαπλωμένος, ήρεμος, και δικός της. Μόνο δικός της. Έστω μέχρι να ξημερώσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου