- Παραλήρημα!
- Τι παραλήρημα, χριστιανή μου;
- Έτσι λέγεται αυτό το απόσπασμα;
-Ποιο απόσπασμα;
- Αυτό καλέ, από το σήριαλ υπερπαραγωγή του Φώσκολου!
- Ωχ! Όχι πάλι! Δεν λες να το βάλεις κάτω, έτσι;
- Όχι ρε, αστειεύεσαι; Περιμένω να με ανακαλύψει κάποιος παραγωγός και να επενδύσει τα ωραία του λεφτάκια, στο ελπιδοφόρο αυτό project!!!
- Χα!χα! Έμαθες και τα project τρομάρα σου!
- Άντε ρε βλήμα! Αφού με δουλεύεις δεν θα σου διαβάσω το απόσπασμα!
- Θα το πάρω και θα το διαβάσω μόνη μου!
- Φέρτο πίσω σου λέω!
- Δεν στο δίνω!
- Ότι θες κάνε! Ουφ με ζάλισες!
"Καθισμένη στη μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα του υπνοδωματίου, με τα πόδια δεμένα οκλαδόν και το φορητό υπολογιστή ακουμπισμένο πάνω τους, κοιτούσε χωρίς βλέμμα την οθόνη. Κοιτούσε την οθόνη μα το βλέμμα της την διαπερνούσε. Το μυαλό της ταξίδευε, χωρίς έλεγχο, χωρίς ειρμό. Τι ήταν πια αληθινό και τι φανταστικό; Μήπως όλα ήταν ένα σήριαλ με συνέχειες στο μυαλό της; Ήθελε να γράψει τα πάντα. Κάθε μικρή, πιθανή και απίθανη λεπτομέρεια. Να μην ξεχάσει τίποτε. Να μπορούσε να βρει λέξεις να αποτυπώσει ακόμα και τη μυρωδιά του. Ακόμα και τον μικρό γδάρσιμο από τα γένια του στο πρόσωπο της. Την μικρή αμυχή που είχαν τα χείλη του. Τον τρόπο που τα δάχτυλα του πως μπλέχτηκαν με τα δικά της. Βρήκαν τη θέση τους σαν να ήταν εκεί από πάντα. Αγκαλιάστηκαν τα δάχτυλα και κλείδωσαν εκεί. Και μετά η αγκαλιά του. Πάντα σταματούσε ο χρόνος στην αγκαλιά του. Και μετά την φίλησε. Όχι, εκείνη τον φίλησε. Όχι, εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του. Όχι, όχι. Δεν θυμάται. Τι σημασία έχει όμως; Θυμάται σίγουρα πως το δεξί της χέρι ακουμπούσε στο μάγουλο του, και τα πρόσωπα τους πλησίαζε διστακτικά το ένα το άλλο ώσπου έγιναν ένα. Δεν ξεχώριζες πια που ξεκινούσε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος. Δυο πρόσωπα σε ένα... Και τότε σαν κάποιος να άνοιξε πάλι το διακόπτη. Το μυαλό της άρχιζε ξανά να δουλεύει, και η λογική παραμέρισε το συναίσθημα. Τι έκανε; Τι έκανε χωμένη μέσα στην αγκαλιά του; Τινάχτηκε απότομα σα να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και σηκώθηκε απότομα από την αγκαλιά του, και έφυγε. Έτσι ξαφνικά, γύρισε την πλάτη της κι έφυγε.
Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε. Μα, πρέπει να το ξέρει καλά πως δε το ήθελε. Το χέρι της το οδήγησε το μυαλό της όμως που φάνηκε πιο δυνατό από την καρδιά της. Πως μπόρεσε να ξεκολλήσει το χέρι της από το πρόσωπο του; Πως μπόρεσε; Που την βρήκε τη δύναμη;
Κοιτούσε το χέρι της κι έπειτα το έσφιξε μια γροθιά και το χτύπησε με δύναμη. Ο πόνος σα να την ξύπνησε από το λήθαργο.
Άρχισε να πληκτρολογεί με μανία όσα ήθελε να μην ξεχάσει. Τα δάχτυλα της χτυπούσαν με μανία τα πλήκτρα. Να μην ξεχάσει. Θεέ μου, να μην ξεχάσει…
«Αλίκη, Αλίκη!», μια φωνή από το βάθος του σπιτιού σταμάτησε το παραλήρημα της… «Αλίκη»!"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου