BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

"...όλα τ'άλλα ηχούν μακριά...."

-Τρέχα!
- Γιατί ποιος μας κυνηγάει;
- Κανείς, βρε βλάκα!
-Ε, τότε γιατί να τρέξω;
- Να σου διαβάσω ένα μικρό κομματάκι από αυτό που γράφω!
- Σιγά το αριστούργημα ρε Παπακαλιάτη!
- Έλα, σταμάτα τις αρλούμπες και άκου!
- Ναι, ναι, μην χάσω τη συνέχεια του Άρλεκιν!
- γέλα, γέλα… όταν θα πουλήσω τα δικαιώματα της ταινίας μου στο  Χόλλυγουντ, θα σου πω εγώ!
-Σιγά μην πρωταγωνιστήσει και ο Brad Pitt! Άντε διάβαζε να τελειώνουμε!


«Κρατούσε την Ηλέκτρα από το μπράτσο. Ανέβαιναν  τα σκαλιά για να φτάσουν στο καλοκαιρινό μπαράκι. Ο Αλέξης ερχόταν από πίσω, με ένα λευκό παντελόνι και το μπλε Λακοστ με το γιακά σηκωμένο. Ακολουθούσε τα δυο κορίτσια, που δεν πήγαιναν σχεδόν πουθενά χωρίς να είναι κι εκείνος μαζί τους.  Κάποια στιγμή έφτασαν στην είσοδο, ο πορτιέρης κοίταξε λίγο περίεργα τον Αλέξη, και ρώτησε αν έχουν κάνει κράτηση.  Η Ηλέκτρα πέταξε ένα ξερό, «μας περιμένει η παρέα μας», έπιασε την Αλίκη από το μπράτσο και τον Αλέξη από το χέρι και μπήκαν μέσα. Το μπαράκι ήταν γεμάτο κόσμο και η ζέστη αφόρητη. Που θα έβρισκαν τους υπόλοιπους μέσα σε αυτό το χαμό; Η Αλίκη άρχισε να περπατά προς το βάθος. Τον είχε εντοπίσει, όπως πάντα άλλωστε. Φορούσε κι εκείνος ένα μπλουζάκι με σηκωμένο το γιακά, σαν και του Αλέξη. Δίπλα του καθόταν ο Βασίλης, ο καλύτερος του φίλος, κι η κοπέλα του η Άννα. Αναμπουμπούλα για λίγο, αγκαλιές, φιλιά, αναστάτωση μέχρι να καθίσουν όλοι στον γωνιακό καναπέ.  Ο Αλέξης κάθισε δίπλα στον Ορέστη, η Αλίκη δίπλα του κι η Ηλέκτρα λιγάκι πιο πίσω. Η παρέα μιλούσε δυνατά, η βραδιά ήταν ζεστή και τα ποτά άδειαζαν και γέμιζαν γρήγορα. Ο Ορέστης ευγενικός με όλους, γελούσε, έλεγε έξυπνες ατάκες, μα όταν γυρνούσε να μιλήσει στην Αλίκη άλλαζε. Ειρωνικά σχόλια για την εμφάνιση της, πάντα βέβαια καλυμμένα με μια δόση χιούμορ, της μιλούσε απότομα, κοφτά και την έκανε να θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί κι άλλες φορές να θέλει να βρει κάτι να του το κοπανήσει στο κεφάλι. Εκτός ορίων την έβγαζε, σχεδόν σε κάθε συνάντηση τους. Κι όμως, κι ο ένας κι ο άλλος, επέμεναν να συνεχίζουν να βλέπονται.
«Μα καλά, έχεις δει πως είναι αυτό το παντελόνι που φοράς; Πως βγαίνεις έτσι έξω;», είπε ο Ορέστης κι η Αλίκη γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά, γιατί το πρόσωπο της είχε γίνει κατακόκκινο από τα νεύρα της. «Μα πως τολμάει; Πως μπορεί να είναι τόσο ηλίθιος, ε;», μουρμούρισε η Αλίκη στην Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα σήκωσε τους ώμους χωρίς να έχει να δώσει απάντηση. Το έργο αυτό δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που το έβλεπε και σίγουρα δεν θα ήταν κι η τελευταία. Έκανε νόημα στον Αλέξη και σηκώθηκαν να χορέψουν.
Η Αλίκη απέμεινε μόνη σε εκείνη την μεριά του καναπέ. Κάθισε λίγο πιο αναπαυτικά και άπλωσε το δεξί της χέρι και το ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ. Και τότε με την άκρη του ματιού της είδε τον Ορέστη, έτσι καθισμένο να πλησιάζει προς τη μεριά της. Έγειρε πάνω στο χέρι της και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της. Έμεινε εκεί ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα, στην αγκαλιά της. Κι έπειτα σηκώθηκε. Η Αλίκη δεν έβγαλε άχνα. Δεν είπε τίποτα. Ποτέ δεν έλεγε. Ο Αλέξης με την Ηλέκτρα γύρισαν ξέπνοοι από το χορό. Κάθισαν ξανά στις θέσεις τους, κι ήταν σα να μην είχε γίνει τίποτα. Είχε γίνει όμως. Κι ήταν εκεί στο μυαλό της Αλίκης. Μια σκέψη να την πηγαινοφέρνει από την τήξη στην πήξη. Θα έπρεπε να λιώνει μέσα στον καύσωνα , κι όμως μια λέξη του την κάνει σχήμα στέρεο με αιχμηρές γωνίες. Τσαντίλα, και θυμός. Τα χέρια της στο τιμόνι και η σκέψη της μακριά. Ο δρόμος της επιστροφής ατέλειωτος. Άνοιξε το ράδιο και ξεκίνησε ένα ακατανόητο μονόλογο… «Ένα φανάρι, κι άλλο φανάρι. Χίλια φανάρια που άφησες αφίλητα. Βαρίδι η σιωπή άμα δε ξέρει να μιλιέται…. Φίλα με ακόμα, φίλα με ακόμα, όλα τ’ άλλα ηχούν μακριά…».


-         Μμμμμ… αυτό ήταν; Δεν το σχολιάζω…
-         Αυτό σου έλειπε! Μην τολμήσεις να πεις κακιά λέξη, γιατί άντε!
-καλά, καλά, άκου το τραγούδι τώρα και σώπα...