Λίγο ακόμα Αρλεκιν...
" Δεν ήξερε που να καθίσει. Δεν ήξερε πως να καθίσει. Κάθισε τελικά στον γωνιακό καναπέ. Στην μια άκρη. Οι αλλοι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, η ταινία είχε ξεκινησει, και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λεπτό.
Εκείνος καθόταν στην γωνία του καναπέ, φορούσε μια μπλε φόρμα και είχε ξαπλώσει άνετα με ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι. Είχαν αφήσει τα πατατάκια πάνω στο τραπεζάκι, τα ποπ κορν και ένα μπουκάλι κοκα κόλα. Εκείνη κάθισε στον καναπέ, πήρε ένα μαξιλάρι αγκαλιά, και προσπάθησε να χαλαρώσει. Δεν ήξερε καν αν ήθελε να δει την ταινία. Μπα. Σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να δει ταινία. Μα γιατί πήγε;
" Θες να σου βάλω κάτι να πιεις"; Διέκοψε τις σκέψεις τις η φωνή του Ορέστη. Ε, ναι. "Λίγο νερό", του απάντησε νευρικά. Σηκώθηκε ηρεμα, έφτασε στην κουζίνα, γεμισε το ποτήρι και της το έδωσε. Κάθισε παλι πίσω στον καναπε κι εψαχνε να βρει το μαξιλάρι. Αφού βολεύτηκε και πάλι στη γωνία, γύρισε και την κοίταξε και της είπε: "Γιατί δεν βγάζεις τα παπούτσια; Βγάλε τα παπούτσια να χαλαρώσεις". Το σκέφτηκε γα λίγο. Έλυσε τα κορδόνια τελικά και τα έβγαλε. Ανέβαδε τα πόδια της στο πλάι και έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.Νύσταζε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έπαιρνε ο ύπνος. Ίσως και όχι.
Ο Ορέστης βρισκόταν 10 εκατοστά μακριά της. Εντάξει όχι ακριβώς μακριά της, το δεξί του χέρι, και το αριστερό της πόδι, ναι αυτό με τη γκρι καλτσα, τα χώριζαν 10 εκατοστά. Να, τώρα. Τι περίεργες σκέψεις κάνει πάλι; Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό; Αν μετακινούσε λίγο το πόδι της και αν μετακινούσε κι εκείνος λίγο το χέρι του, θα άγγιζαν ο ένας τον άλλο. Μα είναι πράγματα αυτά; Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια ανούσια πράγματα; Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ταινία. Γα την ακρίβεια ούτε που την ένοιαζε πια η ταινία. Ποια ταινία; Αν τη ρωτούσε κάποιος τώρα τι ταινία βλέπουν σίγουρα δεν ήξερε να απαντήσει. Εδώ και 27 λεπτα, τα μετρούσε με το ρολόι της, υπολόγιζε με ακρίβεια χιλιοστού, πόσα χιλιοστά πρέπει να μετακινήσει το πόδι της για να αγγίξει το χέρι του.
Κοιτούσε με το δεξί μάτι την οθόνη της τηλεόρασης και με το αριστερό το χέρι του Ορέστη.
Εκείνος προσηλωμένος στην ταινία, ανασηκωνόταν καθε λίγο για να πάρει ποπ κορν. Ήρεμος, χαλαρός, ανέκφραστος. Ή μάλλον αδιάβαστος. ναι αδιάβαστος. Ήταν ένας χαρακτηρισμός, ένα παρατσούκλι που είχε βγάλει στον Ορέστη, επειδή δεν μπορούσε να τον καταλάβει, να τον "διαβάσει".
Κοίταξε πάλι το ρολόι της, 39 λεπτά. Το ένα τρίτο της ταινίας είχε περάσει, δεν είχε δει ούτε ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής. Γύρισε και κοίταξε τη γκρι κάλτσα της. Λες και είχε καταραστεί το πόδι της σε πλήρη ακινησία. Δεν περνούσε καν από το μυαλό της να το μετακινήσει, και να μειώσει τα 10 εκατοστά που τους χώριζαν.
Γύρισε ξανά μπροστά της, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να ξεκινήσει να βλέπει την ταινία, έστω κι από την μέση.
Και τότε τα φώτα της ταινίας μειώνονται, και το σαλόνι σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο, η μουσική γίνεται επιβλητική, κι εκείνη προσπαθεί να καταλάβει την υπόθεση.
Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή μηδενίζονται τα εκατοστά. Τα εκατοστά που χώριζαν την γκρι της κάλτσα και το χέρι του Ορέστη. Δεν τους χωρίζει τίποτα πια. Η γκρι της κάλτσα βρίσκεται εκεί που ήθελε εδω και και 59 λεπτά. Μέσα στην παλάμη του Ορέστη. Την έχει αγκαλιάσει και σχεδόν τη σφίγγει.
Αυτό ήταν.Πάει και η συγκέντρωση πάει και η ταινία. Ποιος νοιάζεται τώρα γι'αυτά; Ποιος νοιάζεται για την ταινια; Ποιος νοιάζεται ποιος είναι γύρω;
Μόνο για την γκρι κάλτσα. Μόνο για για τη γκρι κάλτσα. Μα έχεις δει πιο ευτυχισμένη κάλτσα; Ε, πες μου, έχεις ξαναδει;"
Αυτά που νιώθεις μέσα σου βαθειά, δεν τα αλλοιωνεις με χιλιωειπωμένες φράσεις. Τις αφήσεις να ρέουν μέσα σου, να σε πλυμμηρίζουν, να γίνονται φουρτούνες ολάκερες και τότε... Κάποτε ξεχοιλίζουν από τα ακροδάχτυλα σου. Κανουν την αφή σου αλλιώτική...
" Δεν ήξερε που να καθίσει. Δεν ήξερε πως να καθίσει. Κάθισε τελικά στον γωνιακό καναπέ. Στην μια άκρη. Οι αλλοι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, η ταινία είχε ξεκινησει, και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λεπτό.
Εκείνος καθόταν στην γωνία του καναπέ, φορούσε μια μπλε φόρμα και είχε ξαπλώσει άνετα με ένα μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι. Είχαν αφήσει τα πατατάκια πάνω στο τραπεζάκι, τα ποπ κορν και ένα μπουκάλι κοκα κόλα. Εκείνη κάθισε στον καναπέ, πήρε ένα μαξιλάρι αγκαλιά, και προσπάθησε να χαλαρώσει. Δεν ήξερε καν αν ήθελε να δει την ταινία. Μπα. Σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να δει ταινία. Μα γιατί πήγε;
" Θες να σου βάλω κάτι να πιεις"; Διέκοψε τις σκέψεις τις η φωνή του Ορέστη. Ε, ναι. "Λίγο νερό", του απάντησε νευρικά. Σηκώθηκε ηρεμα, έφτασε στην κουζίνα, γεμισε το ποτήρι και της το έδωσε. Κάθισε παλι πίσω στον καναπε κι εψαχνε να βρει το μαξιλάρι. Αφού βολεύτηκε και πάλι στη γωνία, γύρισε και την κοίταξε και της είπε: "Γιατί δεν βγάζεις τα παπούτσια; Βγάλε τα παπούτσια να χαλαρώσεις". Το σκέφτηκε γα λίγο. Έλυσε τα κορδόνια τελικά και τα έβγαλε. Ανέβαδε τα πόδια της στο πλάι και έβαλε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.Νύσταζε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έπαιρνε ο ύπνος. Ίσως και όχι.
Ο Ορέστης βρισκόταν 10 εκατοστά μακριά της. Εντάξει όχι ακριβώς μακριά της, το δεξί του χέρι, και το αριστερό της πόδι, ναι αυτό με τη γκρι καλτσα, τα χώριζαν 10 εκατοστά. Να, τώρα. Τι περίεργες σκέψεις κάνει πάλι; Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό; Αν μετακινούσε λίγο το πόδι της και αν μετακινούσε κι εκείνος λίγο το χέρι του, θα άγγιζαν ο ένας τον άλλο. Μα είναι πράγματα αυτά; Ποιος κάθεται να σκεφτεί τέτοια ανούσια πράγματα; Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ταινία. Γα την ακρίβεια ούτε που την ένοιαζε πια η ταινία. Ποια ταινία; Αν τη ρωτούσε κάποιος τώρα τι ταινία βλέπουν σίγουρα δεν ήξερε να απαντήσει. Εδώ και 27 λεπτα, τα μετρούσε με το ρολόι της, υπολόγιζε με ακρίβεια χιλιοστού, πόσα χιλιοστά πρέπει να μετακινήσει το πόδι της για να αγγίξει το χέρι του.
Κοιτούσε με το δεξί μάτι την οθόνη της τηλεόρασης και με το αριστερό το χέρι του Ορέστη.
Εκείνος προσηλωμένος στην ταινία, ανασηκωνόταν καθε λίγο για να πάρει ποπ κορν. Ήρεμος, χαλαρός, ανέκφραστος. Ή μάλλον αδιάβαστος. ναι αδιάβαστος. Ήταν ένας χαρακτηρισμός, ένα παρατσούκλι που είχε βγάλει στον Ορέστη, επειδή δεν μπορούσε να τον καταλάβει, να τον "διαβάσει".
Κοίταξε πάλι το ρολόι της, 39 λεπτά. Το ένα τρίτο της ταινίας είχε περάσει, δεν είχε δει ούτε ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής. Γύρισε και κοίταξε τη γκρι κάλτσα της. Λες και είχε καταραστεί το πόδι της σε πλήρη ακινησία. Δεν περνούσε καν από το μυαλό της να το μετακινήσει, και να μειώσει τα 10 εκατοστά που τους χώριζαν.
Γύρισε ξανά μπροστά της, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να ξεκινήσει να βλέπει την ταινία, έστω κι από την μέση.
Και τότε τα φώτα της ταινίας μειώνονται, και το σαλόνι σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο, η μουσική γίνεται επιβλητική, κι εκείνη προσπαθεί να καταλάβει την υπόθεση.
Και τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή μηδενίζονται τα εκατοστά. Τα εκατοστά που χώριζαν την γκρι της κάλτσα και το χέρι του Ορέστη. Δεν τους χωρίζει τίποτα πια. Η γκρι της κάλτσα βρίσκεται εκεί που ήθελε εδω και και 59 λεπτά. Μέσα στην παλάμη του Ορέστη. Την έχει αγκαλιάσει και σχεδόν τη σφίγγει.
Αυτό ήταν.Πάει και η συγκέντρωση πάει και η ταινία. Ποιος νοιάζεται τώρα γι'αυτά; Ποιος νοιάζεται για την ταινια; Ποιος νοιάζεται ποιος είναι γύρω;
Μόνο για την γκρι κάλτσα. Μόνο για για τη γκρι κάλτσα. Μα έχεις δει πιο ευτυχισμένη κάλτσα; Ε, πες μου, έχεις ξαναδει;"
Αυτά που νιώθεις μέσα σου βαθειά, δεν τα αλλοιωνεις με χιλιωειπωμένες φράσεις. Τις αφήσεις να ρέουν μέσα σου, να σε πλυμμηρίζουν, να γίνονται φουρτούνες ολάκερες και τότε... Κάποτε ξεχοιλίζουν από τα ακροδάχτυλα σου. Κανουν την αφή σου αλλιώτική...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου