BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

τα κομμάτια...


Κάτι η χτεσινή πανσέληνος, κάτι τα αλλόκοτα χτεσινοβραδινά όνειρα, να την η έμπνευση και η συνέχεια από το διαδικτυακό "άρλεκιν" μου!

"Πάλι Νοέμβρης ήταν. Ένας ζεστός, σχεδόν άρρωστος Νοέμβρης. Σα να τους στοιχιώνει αυτός ο μήνας. Σα να έχει πάρει απόφαση να τους σκαλίζει την πλήγη. Βραδινή βόλτα σε ένα μικρό παρακμιακό μαγαζάκι κοντά στην παραλία. Με το αυτοκίνητο του Ορέστη κατέβηκαν οι τρεις τους στην παραλία. Ο Αλέξης ήταν ενθουσιασμένος που θα έβγαιναν οι τρεις τους. Βράδυ Παρασκευής και το μικρό μαγαζάκι στην ακρη σχεδόν της παραλίας γεμάτο με τόσο κόσμο που έμοιαζε με παραστοιβαγμένο σαρδελοκούτι. Η μουσική ακουγόταν μέχρι έξω. Ο κόσμος μέσα χόρευε σε ρυθμούς τσιφτετελιού ή κάποιου δακρύβρεχτου ζειμπέκικου. Ο Αλέξης τράβηξε από το χερί την Αλίκη και σπρώχνοντας δυνατά την πόρτα μπήκαν κι οι δυο μέσα. Ο Ορέστης είχε ξεχάσει τα τσιγάρα του στο αυτοκίνητο και γύρισε να τα πάρει. ¨Εφτασε μετά από δυο λεπτά. Οι άλλοι δυο είχαν βρει χώρο να καθίσουν απέναντι από μπαρ στην κολώνα με το μικρόστήριγμα για να ακουμπούν ίσα ίσα τα ποτά τους και το τασάκι για τα τσιγάρα. Η Αλίκη καθόταν ήδη στο ψηλό σκαμπό που της βρήκε ο Αλέξης και φαινόταν ευδιάθετη μα κάπως νευρική. Ο Ορέστης ακούμπησε τα τσιγάρα στον πάγκο και έστρεψε το βλέμμα προς το μπαρ για να παραγγείλουν. Ουίσκι βότκα κι ένα ποτήρι κρασί. Τα ποτά ήρθαν, τα ποτήρια τσούγκρισαν, και η βραδιά κυλούσε χαλαρά. Ακόμα κι η νευρικότητα της Αλίκης είχε αρχίσει πια να έχει ατονίσει. Άλλος ένας γύρος ποτά. Ο Ορέστης έμοιαζε πάλι απόμακρος. Ήταν εκεί χαμογελούσε κάποιες στιγμές, αλλά τις περισσότερες στιγμές χανόταν. Κρατούσε το ποτό του, το άφηνε, έστριβε ένα τσιγάρο, κι άλλο ένα, έλεγε δυο κουβέντες με τους άλλους δυο αλλά δεν ηταν πραγματικά εκεί. Η Αλίκη με τον Αλέξη χόρευαν που και που όταν τους άρεσε το τραγούδι που ακουγόταν, πείραζε ο ένας τον άλλο και τσούγκριζαν συνεχώς τα ποτήρια τους χαζογελώντας. Ο Ορέστης έμοιαζε να είναι παρών- απών. Σαν να είχε βγάλει τους άλλους δυο στο πάρκο να παίξουν κι απλά βρισκόταν εκεί για να τους προσέχει. Η Αλίκη το είχε ξαναζήσει αυτό σκηνικό. Αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως δεν θα άφηνε κανέναν Ορέστη να της χαλάσει ούτε τη διάθεση ούτε τη βραδιά με το υπεράνω ύφος του και την αδιαφορία του. Και τελικά αν δεν ήθελε να ερθει ας μην ερχόταν μαζί τους, κανείς δεν τον παρακάλεσε ούτε τον ανάγκασε. Πριν ακόμα πρόλαβεί να ολοκληρώσει τις θυμωμένες σκέψεις της, η μουσική άλλαξε ύφος και τα τσιφτετέλια γύρισαν σε μπαλάντες. Ο Αλέξης είχε βγει έξω λίγο πριν για να μιλήσει στο κινητό. Η Αλίκη κάθισε πάνω στο ψηλό κάθισμα του μπαρ και σιγοτραγουδούσε τη σαχλή μπαλάντα που είχε επιλέξει ο DJ. Και τότε ο Ορέστης έκανε κάτι εντελώς απρόσμενο. Γύρισε προς το μέρος της και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Σφιχτά πολύ, για ώρα την κρατούσε, είχε χωθεί μέσα στην αγκαλιά της. Ξαφνιασμένη κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον χάιδεψε τρυφερά στην πλάτη. Ο Αλέξης γύρισε τους βρήκε αγκαλιασμένους αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Ορέστης σηκώθηκε, έλυσε την αγκαλια του και έψαξε τον καπνό του που είχε αφημένο πάνω στον μικρό πάγκο. Άλλο ένα τσιγάρο, άλλες δυο τρεις κουβέντες αδιάφορες, κι ο Αλέξης να κοιτάζει την Αλίκη και να της γνέφει με τα μάτια πως το είχαν ζήσει ξανά όλο αυτό. De javou. Μα η βραδιά δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο Ορέστης άφησε το τσιγάρο μισοτελειωμένο στο τασάκι, στάθηκε για λίγο και έκλεισε για μια μόνο στιγμη τα βλέφαρα του, σα να σκεφτόταν κάτι. Γύρισε προς την Αλίκη την κοίταξε για λιγότερο από δευτερόλεπτο και την τράβηξε ξανά μέσα στην αγκαλιά του, την έσφιξε πάνω του, ούτε δυνατά ούτε όχι, τόσο όσο για να τη νιώσει. Κι εκείνη σαν κουκλάκι, σαν παιχνίδι άψυχο, αφέθηκε πανω του. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα μαζί. Λίγα δικά τους δευτερόλεπτα.
Ο Αλέξης απλά αναστέναξε. Πάλι θα μαζεύει κομμάτια το επόμενο πρωί..."