Τελευταίο απόσπασμα του Αρλεκιν, για το 2013.
" Ο Αλέξης περίμενε υπομονετικά στο μικρό καφέ. Είχε αγοράσει την κυριακάτικη εφημερίδα του, την είχε απλώσει επάνω στο χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι, είχε πετάξει δεξιά και αριστερά τα περιοδικά και τα διαφημιστικά φυλλάδια και κάπου κάτω από όλα αυτά βρισκόταν η κούπα του καφέ του. Δεν έμοιαζε να νοιάζεται και πολύ γι'αυτό όμως αφού διάβαζε με μανία κάποιο άρθρο οικολογικού περιεχομένου. Απορροφημένος από το άρθρο δεν κατάλαβε πως η Αλίκη είχε φτάσει και στεκόταν από πάνω του.
"Μπου", του φώναξε για να τον τρομάξει. Εκείνος ατάραχος σήκωσε το βλέμα και της έβγαλε τη γλώσσα. "Άντε βρε χαζό, πότε θα μεγαλώσεις;". Άρχισε να γελάει η Αλίκη. "Κοίτα τώρα που θα μας βάλει στη θέση μας και το νιάνιαρο", του είπε. Έβγαλε το κασκόλ, πέταξε την τσάντα της στη διπλανή καρέκλα, έβγαλε από την τσέπη το κινητό μπλεγμένο μέσα στα καλώδια των ακουστικών, και κάθισε ανακουφισμένη στην καρέκλα.
Παρήγγειλε μια κούπα ζεστή σοκολάτα με σαντιγύ, και άρχισε να φλυαρεί ακατάπαυστα. Έλεγε για το πως είχε περάσει η προηγούμενη εβδομάδα, για το καινούριο cd που είχε αποκτήσει και πόσο εξαιρετική μουσική έπαιζε το συγκεκριμένο συγκρότημα, για ένα καινούριο μπαράκι που είχαν ανακαλύψει με μια φίλη της, για το σουφλέ σοκολάτας που δοκίμασε προχθές σε ένα παλιό ζαχαροπλαστείο στο κέντρο και άλλες πολλές ιστορίες, χωρίς σταματημο... Ο Αλέξης δεν μιλούσε. Απλά του άρεσε να ακούει τη φίλη του έτσι χαρούμενη να του διηγείται πως περνάει τις μέρες της.
Τις διηγήσεις της Αλίκης έκοψε ο ήχος του κινητού του Αλέξη. Το έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν και απάντησε. Κάτι μουρμούρισε, κάτι όχι, κάποια ναι μετά ξανά όχι όχι και όχι και το έκλεισε. Το πέταξε ξανά μέσα στην τσέπη του μπουφάν του νευριασμένος.
"Ποιος σε εκνεύρισε"; τον ρώτησε γλυκά η Αλίκη. "Ο Ορέστης με την επιμονή του", της απάντησε. "Πίνει καφέ κοντά στην πλατεία και του είπα πως είμαστε μαζί, και θέλει να περάσουμε από εκεί να κάτσουμε λίγο και καλά για να μας δει. Αλλά εγώ δεν θέλω, ακους Αλίκη; Δεν θέλω. Θα είναι και αυτός ο ανόητος ο κολλητός του και μόλις τον βλέπω θέλω να του σπάσω τα μούτρα. Μα πως μπορεί και κάνει ο αδερφός μου παρέα με αυτό το άτομο; Απορώ. Δεν θα πάμε. Τέλος".
"Εντάξει δεν θα πάμε, ηρέμισε όμως σε παρακαλώ, εντάξει;", του είπε εκείνη. Ανακουφισμένος εκείνος ανακάθισε στην καρέκλα και έσπρωσε την εφημερίδα για να βρει την κούπα του καφέ, και ήπιε λαίμαργα δυο γουλιές.
Εκείνη όμως δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Του είπε πως δεν θα πάνε, μα εκείνη ήθελε να δει τον Ορέστη. Είχε 3 εβδομάδες να τον δει. Έψαχνε πάντα αφορμή για να βρεθούν. Έστω για λίγο. Για μια στιγμή. Δεν έβρισκε λόγια πια να περιγράψει αυτήν την ανάγκη. Ανάγκη βαθιά. Ένα θέλω απόλυτο που δεν έβρισκε ποτέ λόγια να εξηγήσει.
"Αλέξη...", ψιθύρισε. "Θέλω να πάμε στον Ορέστη". Ο Αλέξης γούρλωσε τα μάτια. "Σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό, δεν πρόκειτε να σου κάνω αυτή τη χάρη και το ξέρεις...".
"Αλέξη, δεν καταλαβαίνεις... πρέπει να τον δω", του είπε και κατέβασε τα μάτια. "Νιώθω πως πνίγομαι καταλαβαίνεις; Τελειώνει ο αέρας μου, καταλαβαίνεις;".
Ο Αλέξης είχε γίνει κατακόκκινος από τα νεύρα του.
"Εγώ πάντως δεν μπαίνω μέσα να κάτσω. Στείλτου μήνυμα αν θες, να περάσουμε από εκεί, αλλά αν θέλει να βγει έξω να μας δει".
"Εντάξει, έστω αυτό". Πιάνει το κινητό στα χέρια της και πληκτρολογεί το μήνυμα. Δεν πρόλαβε να περάσει ένα λεπτό και το κινητό χτυπάει ξανά, με τον χαρακτηριστικό ήχο του εισερχόμενου μηνύματος. Το διαβάζει η Αλικη και χαμογελάει.
Αφήνουν τα χρήματα για τα ροφήματα στο τραπεζάκι, ο Αλέξης μαζεύει βαριεστημένα την εφημερίδα και το μπουφαν του από την καρέκλα μα η Αλίκη τον αρπάζει από το χέρι και τον σερνει μέχρι το αυτοκίνητο. Την έχει πιάσει αυτή η υπερένταση και η υπερκινητικότητα που πιάνει τα πιτσιρίκια όταν τους έχεις υποσχεθείς να τα πας στο λουνα παρκ. Έχει γίνει κατακόκινη.
Σε δυο λεπτά έχουν φτάσει έξω από το καφέ. Ο Ορέστης τους περιμένει λίγο παρακάτω. Φοράει ένα χακί σκούφο κι ένα μαύρο μπουφαν κουμπωμένο μέχρι τη μέση. Ο Ορέστης τους περιμένει με τα χέρια στις τσέπες. Αγκαλιάζει τον αδερφό του και τον χτυπάει ελαφρα στην πλάτη. "Γιατί με βγαλατε έξω και δεν έρχεστε να κάτσουμε μέσα;", τον ρώτησε λιγάκι αυστηρά. "Ξέρεις γιατί, μην αρχίζουμε πάλι τη ίδια συζήτηση μωρέ Ορέστη. Βαρέθηκα πια", απάντησε ενοχλημένος εκείνος. Έκανε μια γκριμάτσα ενόχλησης ο Ορέστης και προχώρησε προς την Αλίκη. Την αγκάλιασε, τη φίλησε και σταθηκε εκεί μπροστά της. Την κοιτούσε, μα αμέσως γύρισε προς τα αριστερά του και συνέχισε το διάλογο με τον Αλέξη. Στεκόταν όμως ακόμα μπροστά της και τόσο κοντά της. Ένα εκατοστό απόστασης τους χώριζε μόνο. Το μπουφαν του σχεδόν άγγιζε το δικό της. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, μπορεί και ολόκληρα λεπτά, και τότε το κατάλαβε η Αλίκη. Το δεξί του χέρι ήταν πάνω στο μπουφάν της και κρατούσε το φερμουάρ της. Σήκωσε λιγάκι το βλέμα της προς το προσωπο του, την κοιτούσε και μιλούσε ταυτόχρονα και με τον Αλέξη. Χαμήλωσε ξανά το βλέμα της και τότε είδε το δικό της χέρι πάνω στο μπουφαν του, να κρατάει το φερμουάρ. Μα γιατί είναι εκέι το χέρι της; Γιατί κρατάει το φερμουάρ; Πρέπει να το αφήσει.
Τα αυτιά της άρχιζαν να βουίζουν, δεν άκουγε πια τίποτα. Τα αγόρια μιλούσαν, και το χέρι του Ορέστη ανεβοκατέβαζε νευρικά το φερμουάρ και το δικό της χέρι απλά ακολουθούσε την ίδια νευρική κίνηση. Αυτοκίνητα περούσαν, θόρυβος, κίνηση, άνθρωποι να περνουν από δίπλα, μα εκείνοι, και οι δυο κρατούσαν ο ένας τον άλλο. Ένα φερμουάρ έμοιαζε να τους ενωνει. Πόσο αστείο. Ένα φερμουαρ.
Κι αν τους έβλεπε κάποιος από μακριά, θα γελούσε. Θα του έμοιαζε αστείο.
Μα εκείνοι έψαχναν τρόπουν να αγγίζονται. Ν’ αγγίζονται οι σκέψεις τους, τα βλέματα τους και οι καρδιές τους, όταν δεν τους έβλεπε κανείς. Εκεί που έχουν ράψει μισοσκισμένες τις παλιές τους υποθέσεις και τα τεκμήρια για όσες μικρές σιωπές, παρέμειναν σιωπές."
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου