και μετά από 4 περίπου μήνες, δεν πολυκατάλαβα πως μου συνέβει αλλά σήμερα ξαναβρήκα την έμπνευση μου...
"Ήταν μέσα Ιουνίου, αρχές καλοκαιριού. Μια νύχτα γεμάτη αστέρια. Το φεγγάρι απών. Μα τόσα άστρα ήταν εκεί, τόσα άστρα μου έκαναν τη νύχτα μέρα. Είχε βγει η Αλίκη και επέστρεφε σπίτι οδηγώντας στην παραλιακή. Ήταν καθημερινή κι η λεωφόρος χωρίς αυτοκίνητα και εκείνη να απολάμβανει την ημερία της πόλης και τη μουσική. Το ραδιόφωνο έπαιζε παλιές επιτυχίες των 80's κι εκείνη τραγουδούσε δυνατά, όταν χτύπησε το κινητό που είχε παρατημένο στην άδεια θέση του συνοδηγού. Μήνυμα. Ήταν μήνυμα από τον Ορέστη. Η ώρα ήταν σχεδόν 12. Την ρωτούσε αν ήθελε να βρεθούν. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Αλίκης. Δάγκωσε νευρικά το χείλος της. Άναψε τα αλάρμ του αυτοκινήτου και πάρκαρε στην άκρη του δρόμου. Πληκτρολόγησε το μήνυμα και το έστειλε αμέσως.
Μισή ώρα μετά βρισκόταν έξω από το σπίτι του. Εκείνος ήταν ήδη μπροστά στην εξώπορτα και την περίμενε. Μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο, και το πέταξε μπροστά του σβήνοντας το με το παπούτσι. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Έιπε ένα ξερό "γειά".
"Που θες να πάμε;", τον ρώτησε εκείνη, αν και ήξερε την απάντηση. Είχε κατεβάσει το παράθυρο και το βραδινό αεράκι του χάιδευε το πρόσωπο. "Ας κάνουμε μια βόλτα ...", της είπε.
Ξεκίνησε λοιπόν η βόλτα, το ραδιόφωνο συνέχιζε να παίζει μπαλάντες των 80's, κι εκείνος είχε περάσει το χέρι του πίσω από το κάθισμα της, την αγκάλιαζε σχεδόν. Πέρασε το χέρι του πίσω από τα μαλλιά της, την χάιδεψε απαλά στο λαιμό. Γύρισε και τον κοίταξε, με ένα βλέμμα φοβισμένο, σαν να τον εκλιπαρούσε να σταματήσει. Σαν να τον τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα, τράβηξε το χέρι του και γύρισε το βλέμμα του μπροστά, στην ευθεία του δρόμου.
Δεν είχε περάσει πολύ ωρά από την στιγμή που ξεκίνησαν, όταν της είπε να σταματήσει σε ένα περίπτερο. Κατέβηκε, αγόρασε τσιγάρα, έναν πορτοκαλί αναπτήρα και ένα μπουκαλάκι νερό. Μπήκε ξανά μέσα στο αυτοκινητο, και της είπε πως κουράστηκε να γυρίζουν γύρω γύρω. Ήθελε να πάνε κάπου να καθίσουν με το αυτοκίνητο.
Ήξερε που θα πήγαινε η Αλίκη, ήξερε και τη συνέχεια του έργου.
Έφτασαν μετά από λίγη ώρα, πάρκαραν, και έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Ο Ορέστης άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε. Άναψε ένα τσιγάρο με τον πορτοκαλί αναπτήρα, και ακούμπησε στο καπό. Εκείνη έμεινε καθισμένη τυλιγμένη ακόμα με τη ζώνη του αυτοκινήτου. Την κρατούσε λες και θα την γλίτωνε από αυτό που ερχόταν καταπάνω της. Τίποτε δεν επρόκειτο να την γλιτώσει, ήξερε καλά τη συνεχεια. Σήκωσε το χέρι της και πίεσε το κλιπ της ζώνης, και με μια κίνηση την αφαίρεσε. Δεν σηκώθηκε όμως από τη θέση της. Περίμενε.
Δεν πέρασε ένα λεπτό κι εκείνος σηκώθηκε από το καπώ. Πέταξε το τσιγάρο και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. Την κοίταξε μ' ένα βλέμμα θολό, την άρπαξε από τους ώμους και τη φίλησε μ' όση δύναμη είχε. Την ξάφνιασε. Πέρασε τα χέρια του από τους ώμους στο λαιμό της κι από εκεί τα έμπλεξε μέσα στα μαλλιά της. Δεν ξεκολλούσε τα χείλη του από τα δικά της. Η Αλίκη είχε παραλύσει. Όχι πως ήταν η πρώτη φορά που την φιλούσε, όχι πως ήταν κατι διαφορετικό από όλες τις άλλες φορές, αλλά να... κάθε φορά της έμοιαζε μαγική. Κάθε φορά νόμιζε ότι έβλεπε χρυσόσκονη να πέφτει γυρω της παντού, και άκουγε μουσική, ναι μουσική αληθινά. Μπορεί να ήταν το τέμπο από την καρδιά της που κάθε φορά έμοιαζε πως θα ξεχαρβαλωθεί από το τρελό χτύπημα.
"Πάμε να κάτσουμε στο πίσω κάθισμα;", της ψιθύρισε ξαφνικά στο αυτί.
Δεν το σκέφτηκε, σηκώθηκε σαν υπνωτισμένη και κάθισαν πίσω.
Τα χέρια του μπλέχτηκαν ξανά στα μαλλιά της, θεε μου πόση ευτυχία μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος;
Και τα χερια πέρασαν στο λαιμό, και στους ώμους και...
Η Αλίκη τραβήχτηκε από πάνω του. Σαν κάποιος να της έκοψε το όνειρο.
"Δεν θέλω", του είπε, "όχι, έχω ανάγκη μόνο για αγκαλιές και φιλιά πολλά φιλιά...". Τον κοίταξε στα μάτια σχεδόν ικετευτικά.
"Αν δεν θες, τότε θα φύγουμε... και δεν έχει ούτε αγκαλιές ούτε φιλιά...", της είπε ξερά.
Αυτό ήταν.
Κι έπειτα πάγωσε ο χρόνος, σβήστηκε ο χρόνος, σβήστηκε η μνήμη, χάθηκαν όλα.
Πόσες ώρες είχαν περάσει; Είχε ξημερώσει.Βρέθηκε να κάθεται στο πάτωμα του υπνοδωματίου της, στριμωγμένη στη γωνία. Ήθελε να εξαφανιστεί, να κάνει τα μαγικά της και να χαθεί να μη σκέφτεται να μην πονάει. Πως γίνεται να πονάει τόσο πολύ χωρίς να έχεις ματώσει πουθενά;
Θρύψαλλα και σκόνη παντού. Πως γίνεται μια μικρή ανθρώπινη καρδιά να σήκωσε τόσο μεγάλο σύννεφο σκόνης; Μια μικρή ανθρώπινη καρδιά, τόσα εκατομύρια μικρά θρυψαλλάκια... "
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου