BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

στο πορτ μπαγκαζ


 Λίγο που είμαι 4 μέρες κλεισμένη στο σπίτι λόγω μιας αναθεματισμένης ίωσης, λίγο ότι στην παραζάλη του πυρετού πολλά μπορείς να γραψεις, λίγο που είχα πολύ καιρό να γράψω κάτι στο μπλογκ, είπα να ξαναπιάσω πάρι την ιστορία του ΑΡΛΕΚΙΝ. 
Παρακαλώ δείξτε επιείκια με τα ορθογραφικά γιατί δεν άντεχα να το ξαναδιαβασω :-) 

"...το αυτοκίνητο προχωρούσε ευκολα, έστριβε ήσυχα, ανέβαινε την ανηφόρα με ορμή κατέβαινε ήρεμα την ανηφόρα, χωρίς να τρέχει, χωρίς να βιάζεται. Ήξερε άλλωστε πολλά πολλά χρόνια την ίδια διαδρομή. Έμοιαζε σα να μη χρειάζεται τον οδηγό,σαν να προχωρούσε μονάχο. Το ραδιόφωνο έπαιζε μια γνωστή μελωδία, γνωστή και παλιά. Μια από τις μελωδίες που αγαπούσαν να σιγομουρμουρίζουν και οι δυο. Εκείνος οδήγούσε, μα δε σιγομουρμούριζε τη μελωδία. Έστριβε νευρικά το τσιγάρο αναμεσα στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Εκείνη καθισμένη στο πίσω κάθισμα κοιτούσε έξω από το παράθυρο. δεν έμοιαζε όμως να κοιτά, ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Άλλωστε πάντα της άρεσε αυτό, βόλτες με το αυτοκίνητο, μουσική στο ραδιόφωνο, και να χάνετε στο δικό της κόσμο. Μια μικρή λακούβα κι ενα τίναγμα του αυτοκινήτου την έβγαλαν από το βύθισμα της. Κοίταξε για λίγο τον καθρέφτη και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Χρόνια συνέβαινε αυτό. Αυτό. Εκείνη καθόταν στο πίσω κάθισμα, συνήθως στη μεριά πίσω από εκείνον και στη διαδρομή κάποιες φορές τα βλέμματα τους συναντιόντουσαν στον μικρό καθρεφτη του αυτοκινήτου.
 Πόσα ήξερε εκείνος ο καθρέφτης. Πόσα λόγια, πόσες σκέψεις, πόσα συγνώμη, πόσα σ'αγαπώ που ποτέ δεν βρήκαν ήχο. Ο καθρέφτης όμως ήταν εκεί χωρίς να μαρτυρά όλα όσα έβλεπε. Ποτέ δε μαρτυρούσε. Ο Αλέξης καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Κουρασμένος από το κολύμπι, γεμάτος αρμύρα είχε απλωθεί στην καρέκλα και είχε κλείσει τα μάτια, σαν να κοιμόταν. Δεν έδινε καμιά σημασία στους άλλους δυο. Ήθελε απλώς να γυρίσει σπίτι.
Το αυτοκίνητο επιτέλους σταμάτησε. Είχαν φτάσει. ο Αλέξης άνοιξε την πόρτα βαριεστημένα και άρχισε να μαζεύει τα πραγματα, πήρε το σάκο του, άνοιξε το πορτ μπαγκαζ πέταξε μια καληνύχυα και χάθηκε κλείνοντας με θόρυβο την εξώπορτα.
 Ο Ορέστης είχε μείνει ακίνητος στην καρέκλα. Έκανε μια τελευταία ρουφιξιά από το τσιγάρο και το πέταξε έξω από το παράθυρο. Έβγαλε τη ζώνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω από το αυτοκινητο. Μα ξαναγύρισε αμέσως. Σήκωσε το κάθισμα του αυτοκινήτου για να βγει κι εκείνη. Τον κοίταξε για λίγο, της έδωσε το χέρι του και την τράβηξε έξω από τοαυτοκίνητο. Πόσες χιλιάδες σκέψεις μπορεί να πέρασαν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο από το μυαλό της; Φοβόταν μα η ανάγκη ξεπερνά το φόβο. Μόλις στάθηκε και στα δυο της πόδια έξω από το αμάξι, δεν άφησε το χέρι του. Τον τράβηξε επάνω της και τον αγκάλιασε περνώντας τα χέρια της πίσω από το λαιμό του. Τα χείλη της ήταν δίπλα στο αυτί του. "Σ'αγαπώ τόσο πολύ. Τόσο...". Το είπε τόσο άτσαλα, λες και στραμπούληξε τη γλώσσα της εκείνη τη στιγμή. Τόσο άτσαλα. Και τότε το άκουσε. Το άκουσε. "Κι εγώ σ'αγαπάω". Τρεις λέξεις. Μόνο τρεις λέξεις. Πως γίνεται μόνο τρεις λέξεις να μπορούν να σου πάρουν το βάρος από την καρδιά;
 Εκείνη τραβήχτηκε λίγο πίσω. την κοίταξε με αυτό το βλέμμα, με αυτό το βλέμμα που κάθε φορά ένιωθε λες και διάβαζε το μυαλό της. Μπα, δεν το ένιωθε μόνο. Ήταν σίγουρη. Κάποιο μαγικό έκανε, και μπορούσε πάντα να την διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο, κι ας μη το παραδεχόταν ποτέ εκείνη.
 Τον αφησε και προχώρησε προς το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ. Τράβηξε το σακίδιο της και το πέρασε στους ώμους. Εμφανίστηκε ξανά μπροστά της. Έσκυψε για λίγο το κεφάλι σαν να έψαχνε κάτι να βρει στο δρόμο, κλώτσησε ένα σκουπιδάκι και... :"δεν βλέπεις τι νιώθω για σένα;". Αυτό είπε. Την κοίταξε, μα εκείνη τι μπορούσε να πει; Τι έπρεπε να πει; Δεν ήθελε να πει τίποτα. Και να ήθελε λέξη δεν έβγαινε από το στόμα της, σαν να ειχαν μουδιάσει τα χείλια της. Τα χείλια της που το μόνο που ήθελαν εκείνη τη στιγμή ήταν να φιλήσουν τα δικά του. Πως μπορούσε και συγκρατούσε τον εαυτό της από το να πηδηξει πάνω του και να μην ξεκολλήσει το στόμα της από το δικό του; Κι όμως αυτό έκανε. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από την ένταση, οι φλέβες χτυπούσαν δυνατά σαν ταμπούρλο. "καληνύχτα..." είπε δυνατά για να λύσει τα μάγια της στιγμής, και χάθηκε στο σκοτάδι..."