BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

ήταν άδειο...


ένα ακόμη απόσπασμα από το σήριαλ...


"Το στάδιο ήταν κατάμεστο από κόσμο. Θορυβώδεις φοιτητοπαρέες, τριαντάρηδες αμετανόητοι ρόκερ, πιτσιρικάδες με τα κορίτσια τους, μαμάδες, μπαμπάδες, παιδάκια, όλοι με μια ροκ διάθεση, έτοιμοι να απολαύσουν το διάσημο συγκρότημα. 
Η Αλίκη ακολουθούσε τον Ορέστη που ανέβαινε τα σκαλιά του δεύτερου διαζώματος, ψάχνοντας να βρει τις θέσεις τους. Θέσεις για τους δυο τους, για εκείνη και τον Ορέστη. Εισιτήρια μόνο δυο, μόνο για εκείνη και τον Ορέστη. Πρώτη φορά οι δυο τους, μόνο οι δυο τους, χωρίς τον Αλέξη ή την Ηλέκτρα, χωρίς κανένα άλλο. Η χαρά της Αλίκης ήταν τόση που με κόπο πολύ κατάφερνε να μην έχει ένα τεράστιο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο της. Μα πώς να κρύψει τον ενθουσιασμό της; Ακόμα κι αν έκρυβε το χαμόγελο, τα μάτια της έλαμπαν! Ο Ορέστης βρήκε τις θέσεις και γύρισε προς την Αλίκη για να της δείξει που να κάτσει. Άφησαν τα ποτήρια με το αναψυκτικό κάτω από τις καρέκλες, τακτοποιήθηκαν στις θέσεις και άρχισαν να παρατηρούν τον κόσμο γύρω τους. Οι πρώτοι ήχοι της κιθάρας που ακούστηκε, σταμάτησαν όλους τους ψιθύρους. Η συναυλία είχε αρχίσει.
Η Αλίκη προσπαθούσε να συγκεντρώσει το βλέμμα της στη σκηνή, αλλά δεν ήταν εύκολο. Γυρνούσε κάθε λίγο δίπλα της και κοιτούσε τον Ορέστη. Με το βλέμμα του προσηλωμένο στη σκηνή, κρατούσε στο χέρι το τσιγάρο και το περιεργαζόταν ανάμεσα στα δάχτυλα του. Μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και σιγοψιθύριζε μερικούς στίχους από κάποιο αγαπημένο τραγούδι. Κι εκείνη ακουμπούσε το χέρι της πάνω στο δικό, δεν μπορούσε να αντισταθεί, να μην τον αγγίξει. Κι εκείνος έπιανε το χέρι της και το κρατούσε προσεκτικά μέσα στην παλάμη του, μπέρδευε τα δάχτυλα του με τα δικά της κι ήταν σα να έλεγαν μεταξύ τους ιστορίες ολόκληρες χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια κουβέντα.
Η συναυλία πλησίαζε στο τέλος κι Ορέστης έγειρε για λίγο το κεφάλι του στον ώμο της. Τα χέρια της Αλίκης έμειναν στη θέση τους κρεμασμένα σαν παράλυτα. Να τον αγκαλιάσει; Ούτε λόγος… Κι αν τον αγκάλιαζε και δεν μπορούσε να τον αφήσει; Αν τον έσφιγγε πάνω της και δεν άνοιγε ξανά τα χέρια της να μην της φύγει; Όχι. Σήκωσε το χέρι της και του χάιδεψε τα μαλλιά, κι έπειτα το κατέβασε αμέσως. Το συγκρότημα τραγουδούσε το τελευταίο τραγούδι. Ο Ορέστης σήκωσε το κεφάλι του από τον ώμο της. Τα φώτα άναψαν, η συναυλία είχε τελειώσει.
Ο κόσμος άρχισε να φεύγει και σηκώθηκαν κι οι δυο τους. Την έσπρωξε απαλά για να προχωρήσει μπροστά και καθώς κατέβαιναν τα σκαλοπάτια την κρατούσε από τους ώμους. Έφτασαν στην έξοδο μα ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που με δυσκολία μπορούσαν να περπατήσουν. Και τότε την έπιασε απαλά από το χέρι και ξεκίνησε να προχωράει μπροστά και να ανοίγει δρόμο. Την κρατούσε σταθερά μα χωρίς να της σφίγγει το χέρι. Η Αλίκη δεν σκεφτόταν τίποτα, παρά μόνο πως δεν ήθελε να της αφήσει το χέρι. Μόνο αυτό. Να την κρατάει από το χέρι και να περπατάνε ανάμεσα στον κόσμο. Είχε αφεθεί να την οδηγεί εκείνος, ανάμεσα στον κόσμο, να διασχίζουν το δρόμο, τα φανάρια, εκείνος ακόμα να την κρατά από το χέρι. Σα να ήταν μικρό παιδί. Κι εκεί, λίγο πριν φτάσουν δίπλα στο αυτοκίνητο, το χέρι της ήταν και πάλι μόνο, χωρίς το δικό του… άδειο…

 Το χέρι της ακουμπισμένο πάνω στο κατάλευκο μαξιλάρι, η παλάμη να κοιτάζει το ταβάνι κι ο ιδρώτας να δημιουργεί μια μικρή λίμνη σχεδόν στο κέντρο της. Η ανάσα της βιαστική, ανήσυχη, και τα βλέφαρα της να τρεμοπαίζουν. Έβλεπε όνειρο. Έκλεισε την παλάμη και την έσφιξε δυνατά σαν γροθιά. Με κάποιον μάλωνε στον ύπνο της, κάποιος σα να την είχε θυμώσει.
Η εξώπορτα έκλεισε με κρότο, και η Αλίκη ξύπνησε απότομα. Ιδρωμένη, χωρίς να μπορεί ακόμα να καταλάβει που βρίσκεται κοίταξε το χέρι της… ήταν άδειο…"